Είκοσι τρία χρόνια πριν στο νοτιοδυτικό Λονδίνο, μια υπάλληλος που πήγαινε στη δουλειά της στο υποκατάστημα της Homebase στο Ρίτσμοντ συνάντησε το πτώμα ενός άνδρα που είχε πεθάνει με τον πιο βάναυσο και τραυματικό τρόπο. Το σώμα του κείτονταν στην άσφαλτο ακριβώς μέσα στον χώρο στάθμευσης του υποκαταστήματος. Το κρανίο του είχε διαλυθεί και είχε διασκορπιστεί πάνω σε ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο.

Ήταν λίγο πριν από τις 7 το πρωί και η περιοχή αποκλείστηκε ως μία πιθανή σκηνή δολοφονίας. Αλλά όταν η επιθεωρητής Sue Hill έφτασε στο πάρκινγκ, κατάλαβε αμέσως τι είχε συμβεί. Το Ρίτσμοντ βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα ανατολικά του αεροδρομίου Χίθροου στο σημείο όπου τα αεροπλάνα ετοιμάζονται για προσγείωση, κατεβάζοντας τους τροχούς. Ο άνδρας είχε πέσει από το αεροπλάνο.

Η ντετέκτιβ και η ομάδα της σύντομα αναγνώρισαν το εν λόγω αεροσκάφος: Ένα Boeing 777 της British Airways που είχε απογειωθεί το προηγούμενο βράδυ από το Μπαχρέιν. Ο άνδρας πρέπει να είχε στριμωχτεί σε ένα κενό πάνω από τα ελαστικά, ελπίζοντας ότι θα μπορούσε με κάποιον τρόπο να κρατηθεί και να επιβιώσει από την πτήση. Όμως οι χώροι των τροχών των αεροσκαφών δεν είναι υπό πίεση και στα 35.000 πόδια η εξωτερική θερμοκρασία είναι -50C, με πολύ λίγο οξυγόνο. Ήταν σίγουρα αναίσθητος, και πολύ πιθανόν ήδη νεκρός, όταν έπεσε από το αεροσκάφος, χτυπώντας στην άσφαλτο με ταχύτητα 120 μίλια/ώρα.

Ο νεκρός δεν έφερε ταυτότητα και είχε μόνο ένα μικρό χαρτί στην τσέπη του, στο οποίο ήταν γραμμένοι κάποιοι αριθμοί. Το σώμα του ήταν διαμελισμένο, δεν μπορούσε να αναγνωριστεί. «Ήταν συγκλονιστικό», δήλωσε τότε η Sue Hill. «Καθόμουν στο πάρκινγκ της Homebase και σκεφτόμουν: Αυτός είναι ο γιος κάποιου. Τι απαίσιος τρόπος να πεθάνει κανείς».

Μια ιστορία για τη μετανάστευση και τη ζωή

Αυτή είναι μια ιστορία για τη μετανάστευση, αλλά όχι -όπως τόσο συχνά γίνεται σήμερα- για τον αριθμό των ατόμων που την επιχειρούν, ή για τους εγκληματίες που την εκμεταλλεύονται, ή για τη νομοθεσία που έχει σχεδιαστεί για να την αποθαρρύνει. Πρόκειται για το τι συνέβη σε έναν ανήσυχο νεαρό άνδρα που αναζητούσε κάτι περισσότερο για τον εαυτό του και την οικογένειά του και πέθανε προσπαθώντας να το πετύχει. Είναι η ιστορία της ανυπόμονης φιλοδοξίας του και μιας οικογενειακής τραγωδίας που κατέστρεψε όσους τον αγαπούσαν.

Αφορά επίσης και τον μικρότερο αδερφό του, που κατάφερε να ζήσει τη ζωή που ονειρεύτηκε και επιθυμούσε και η οποία κατέστη δυνατή χάρη στις θυσίες των άλλων αδελφών τους. Τελικά, η ιστορία κατέληξε σε μία συγκινητική συνάντηση. Ανεξήγητα, πρόκειται για μια ιστορία με αίσιο τέλος.

Το 2001, η Hill ήταν ανώτερη ντετέκτιβ με περισσότερα από 20 χρόνια εμπειρίας – είχε δει πολλούς τραυματικούς θανάτους. Αλλά υπήρχε κάτι σε αυτή την υπόθεση που τη συγκινούσε ιδιαίτερα. «Είμαι και εγώ μητέρα και σκέφτεσαι τι μπορεί να πέρασε αυτός ο άνθρωπος. Πολύ λυπηρό». Αποφάσισε να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να μάθει ποιος ήταν ο νεαρός.

Μέσα σε λίγες εβδομάδες, κατάφεραν να βρουν την ταυτότητα του άνδρα, χάρη στα επανειλημμένα τηλεφωνήματα προς τις βρετανικές αερογραμμές και τη διεθνή αστυνομία, τις παρεμβάσεις των ηγετών της κοινότητας και τις προσπάθειες της οικογένειας του νεκρού άνδρα, 3.700 μίλια (6.000 χιλιόμετρα) μακριά, σε ένα μικροσκοπικό και απελπιστικά φτωχό χωριό στην κοιλάδα Σουάτ του βόρειου Πακιστάν.

Το όνομά του ήταν Muhammad Ayaz και ήταν 21 ετών, ο δεύτερος από τα έξι αδέρφια και τις τέσσερις αδερφές του που γεννήθηκαν από έναν αγρότη στο χωριό Dadahara.

Μόλις η αστυνομία τον αναγνώρισε, δημοσιογράφος από τον Guardian ταξίδεψε στο Πακιστάν για να συναντήσει την οικογένειά του. Ο Gul Deyar, ο πατέρας του Muhammad, οδήγησε τον McCarthy στον πρόσφατα σκαμμένο τάφο στην άκρη ενός μικρού χωραφιού. «Ήταν ένας πολύ δυνατός άνδρας, πολύ γενναίος και πολύ καλός στη δουλειά», είπε ο Gul Deyar. «Ήθελε απλώς να κερδίζει χρήματα για την οικογένεια του, ώστε τα αδέλφια του να μορφωθούν και να έχουν μια καλύτερη ζωή. Ο γιος μου ήταν τόσο δυνατός όσο τέσσερις άνδρες, αλλά πέθανε αναζητώντας ψωμί».

Η ιστορία για τη ζωή και το θάνατο του Muhammad δημοσιεύτηκε στο G2 στις 18 Ιουλίου 2001, με τίτλο «Ο άνθρωπος που έπεσε στη γη».

Από τότε, έχουν υπάρξει τουλάχιστον 70 άνθρωποι διεθνώς από το 2001 που έχουν πέσει στην ίδια ακριβώς περιοχή του νοτιοδυτικού Λονδίνου. Τον Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους, η δημοσιογράφος του Guardian Esther Addley, που είχε καλύψει τον θάνατο του Muhammad, έλαβε ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από μια διεύθυνση που δεν αναγνώριζε.

«Γεια σας κυρία», έγραφε. «Το όνομά μου είναι Khalil Ullah. Είμαι ο μικρότερος αδελφός του Muhammad που γράψατε για τη ζωή του όταν έπεσε στη γη από ένα 777 της British Airways και πέθανε. Βρίσκομαι εδώ στην Αγγλία για τις ανώτερες σπουδές μου. Θέλω απλώς να σας γνωρίσω και να σας ευχαριστήσω που γράψατε πολύ καλά για τη ζωή του. Θέλω να δω το μέρος όπου έπεσε. Περιμένω με ανυπομονησία την ευγενική σας απάντηση. Σας ευχαριστώ. Χαιρετισμούς, Khalil».

Ο Khalil Ullah είναι σήμερα 24 ετών και είναι απόφοιτος πανεπιστημίου στο Ισλαμαμπάντ, όπου πήρε πενταετές πτυχίο φυσιοθεραπείας, από το οποίο αποφοίτησε πέρυσι. Ήξερε τι ήθελε να κάνει στη συνέχεια: Να έρθει στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αφού έκανε αίτηση για μεταπτυχιακό στο Πανεπιστήμιο του Πόρτσμουθ και για βίζα, ο Khalil έκλεισε στη συνέχεια πτήση. Ο μεγαλύτερος αδελφός του πρότεινε να ταξιδέψει μέσω Μάντσεστερ, αλλά ο Khalil είπε όχι. Ήθελε να πετάξει από το Χίθροου.

Ο Khalil μιλά με τη δημοσιογράφο και κανονίζουν να συναντηθούν. Όταν πέθανε ο αδελφός του, ήταν μόλις ενός έτους και δεν έχει προσωπικές αναμνήσεις από αυτόν, αλλά είναι σαφές ότι ο πόνος του θανάτου του Muhammad, έχει αντηχήσει στην οικογένεια τις δεκαετίες που ακολούθησαν.

Ο Muhammad Ayaz, στα αριστερά, με δύο από τα ξαδέλφια του

Η δημοσιογράφος τού ζήτησε να της πει την ιστορία του αδελφού του – και τη δική του. «Με αγαπούσε τόσο πολύ», λέει χαμογελώντας. «Η μητέρα μου και οι αδελφές μου μου είπαν ότι όταν ήμουν μικρό παιδί στο κρεβάτι, με έπαιρνε και με φιλούσε. Αυτή ήταν η αγάπη του για μένα. Έτσι, όταν μεγάλωνα και άκουγα τις ιστορίες των αδελφών μου, σκεφτόμουν: Μακάρι να ήταν εδώ μαζί μου και να μου έδινε αυτή την αγάπη, όπως μου έδινε στα παιδικά μου χρόνια.

Του έλεγαν, επίσης, πόσο πολύ έμοιαζε με τον αδελφό του – όλοι το λένε αυτό στο χωριό, λέει ο Khalil. Αλλά οι γονείς του είχαν άγχος μήπως έμοιαζε πολύ με τον Muhammad. Υπήρχαν πολύ λίγα χρήματα καθώς μεγάλωνε, και εκείνος ήταν ένας ισχυρογνώμων και σωματικά δυνατός έφηβος, γεμάτος φιλοδοξίες, που πιεζόταν από τους καθημερινούς περιορισμούς της φτώχειας της οικογένειάς του.

Ο Khalil λέει ότι ο Muhammad μιλούσε συνέχεια για να έρθει στο Ηνωμένο Βασίλειο και να φέρει την οικογένειά του μαζί του. «Ο αδελφός μου ήθελε να πάρει ρίσκα. Ο πατέρας μου του έλεγε όχι και ότι θα έπρεπε να περιμένει για να έχει μία καλύτερη ζωή. Αλλά εκείνος ήθελε μια καλύτερη ζωή στην καλύτερη ηλικία του – όταν ήταν ακόμα νέος. Ήθελε κάποιο μεγάλο επίτευγμα στη ζωή του, γιατί εκείνη την εποχή η οικογένειά μας υπέφερε. Ήθελε να ξεκουράσει λίγο τον πατέρα μου και τη μητέρα μου».

Η οικογένεια δανείστηκε αδρά για να πληρώσει έναν πράκτορα στο Ισλαμαμπάντ για να εξασφαλίσει στον Muhammad βρετανική βίζα – αυτή δεν ήρθε ποτέ. Έτσι πλήρωσαν ξανά για να του βρουν μια θέση εργάτη στο Ντουμπάι, ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο με άλλους δεκάδες χιλιάδες Πακιστανούς πριν από αυτόν.

Ωστόσο, δεν ήταν η μεγάλη ευκαιρία που περίμενε ο Muhammad- ο μισθός των 100 ντιρχάμ (21 λίρες Αγγλίας) το μήνα ήταν το ¼ αυτού που του είχαν υποσχεθεί και μετά βίας αρκετά για να φάει, πόσο μάλλον για να στείλει κάτι στο σπίτι. Απογοητευμένος, βρέθηκε στο Μπαχρέιν όπου εργαζόταν ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο Gul Bahar. Λίγο αργότερα, ο Muhammad διαμόρφωσε το σχέδιό του να φτάσει στη Βρετανία από άλλη διαδρομή.

Κανείς στην οικογένεια δεν γνώριζε τίποτα για τα σχέδια του νεαρού, αλλά μετά την εξαφάνισή του, ο μεγαλύτερος αδελφός του είδε ένα δελτίο ειδήσεων του Μπαχρέιν για έναν άνδρα που είχε πέσει από αεροπλάνο στο Λονδίνο. Σύμφωνα με τον Khalil, απλά ήξερε ότι επρόκειτο για τον Muhammad. Χωρίς να ενημερώσει την οικογένειά του για τις υποψίες του, ο Gul Bahar ταξίδεψε πίσω στην Ντανταχάρα και βρήκε μια φωτογραφία του αδελφού του για να την παραδώσει στις τοπικές αστυνομικές αρχές. Τελικά έφτασε στην Hill, η οποία είχε περιορίσει την έρευνά της στο Πακιστάν με βάση τους αριθμούς στην τσέπη του νεκρού. «Και η ομάδα ερευνών επιβεβαίωσε ότι ναι, ήταν ο Muhammad Ayaz», λέει ο Khalil.

Τρεις εβδομάδες μετά τον θάνατό του, η σορός του Muhammad μεταφέρθηκε στο Ισλαμαμπάντ στο αμπάρι ενός άλλου αεροσκάφους της British Airways και ο πατέρας και ο θείος του οδήγησαν για να την παραλάβουν και να την φέρουν στο σπίτι. Στα μέσα του τρίωρου ταξιδιού, όμως, ο Gul Deyar σταμάτησε το αυτοκίνητο. Μην μπορώντας να πιστέψει ότι ο δυνατός, δυναμικός γιος του είχε φύγει, αναγκάστηκε να ανοίξει το φέρετρο. Η ζημιά στο σώμα ήταν τόσο σοβαρή που δεν κοίταξε το πρόσωπο του γιου του, λέει ο Khalil, αλλά μόνο που είδε ένα από τα χέρια του ήταν αρκετό. «Όταν τον είδε με τα ίδια του τα μάτια, ήταν πλέον σίγουρος: Είναι το παιδί μου».

Μια τεράστια απώλεια

Ο θάνατος του Muhammad ήταν μια τεράστια απώλεια, αλλά δεν πτόησε τα άλλα αδέλφια. Ο ένας μετά τον άλλον, τα επόμενα χρόνια έφευγε, έβρισκε μία δουλειά, έπειτα μία καλύτερη δουλειά και έστελναν χρήματα στο σπίτι. Σταδιακά η τύχη της οικογένειας άλλαξε και μπόρεσαν να κάνουν το αγρόκτημα πιο παραγωγικό. Δεν ήταν οι μόνοι το έκαναν αυτό. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, η φτώχεια στο Πακιστάν μειώθηκε κατά 17% μεταξύ 2001 και 2008, κυρίως λόγω των μεταναστευτικών εμβασμάτων που έστελναν στην πατρίδα τους όσοι είχαν πάει αλλού για δουλειά.

Ο μεγαλύτερος αδελφός, ο Gul Bahar, θα γινόταν αστυνομικός στο Μπαχρέιν- ο τρίτος αδελφός τον ακολούθησε και κατατάχθηκε στον στρατό. Ένας άλλος αδελφός μετανάστευσε στις ΗΠΑ, όπου απέκτησε την υπηκοότητα και οδηγεί Uber – μια από τις αδελφές του Muhammad μετακόμισε επίσης εκεί με τον σύζυγό της, έναν ξάδελφο της οικογένειας. Οι τρεις υπόλοιπες αδελφές παντρεύτηκαν επίσης και βρίσκονται στο Πακιστάν. Για τα μικρότερα αδέλφια, η συνέχιση της εκπαίδευσης ήταν επιτέλους μια επιλογή.

Η πιο κοντινή αδελφή του Khalil, έξι χρόνια μεγαλύτερή του, μπόρεσε να ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή της- ο άλλος αδελφός πήρε πτυχίο βοτανολογίας – και αυτός μόλις μετακόμισε στο Μπαχρέιν.«Ο πατέρας μου αγαπούσε να μας μορφώνει», λέει ο Khalil.

Τελικά, υπήρχαν αρκετά για να στείλουν τον Khalil σε οικοτροφείο για δύο χρόνια, ώστε να ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Και στη συνέχεια, ως ενθουσιώδης πεζοπόρος που λατρεύει να σκαρφαλώνει στα χιονισμένα βουνά κοντά στο σπίτι του στο χωριό του, επέλεξε να σπουδάσει φυσιοθεραπεία στο Ισλαμαμπάντ.

Στο πανεπιστήμιο ο Khalil έμαθε αγγλικά και έτσι μπόρεσε να διαβάσει σωστά για πρώτη φορά τα τυπωμένα φύλλα χαρτιού που φυλάσσονταν για δεκαετίες, κλεισμένα σε έναν πλαστικό φάκελο, στο ίδιο μέρος με τα οικογενειακά κοσμήματα. Ήταν ένα αντίγραφο του άρθρου του Guardian για τον Muhammad, το οποίο ένα από τα αδέλφια είχε βρει στο Διαδίκτυο και είχε εκτυπώσει πολλά χρόνια πριν.

Ο Khalil το διάβαζε συνεχώς για πάρα πολλά χρόνια. Περίπου 100 φορές. Το διάβαζα κάθε μήνα, κάθε χρόνο, και απλά φανταζόμουν τον αδελφό μου».

Στις αρχές Ιουλίου, η δημοσιογράφος που είχε γράψει τότε το άρθρο συνάντησε τον Khalil στην πρεσβεία των ΗΠΑ στο Λονδίνο, όπου ρωτούσε για μια βίζα για να επισκεφθεί τον αδελφό και την αδελφή του που ζουν στη Φιλαδέλφεια. Ο υπάλληλος της υπηρεσίας μετανάστευσης δεν ήταν ενθαρρυντικός και του είπε να επιστρέψει όταν τελειώσει το μεταπτυχιακό του, αλλά ο ίδιος είναι αισιόδοξος. Θα προσπαθήσει ξανά.

Της διηγήθηκε τα συναισθήματά του για τη μέρα που πέταξε για πρώτη φορά στο Λονδίνο. Είχε καθίσει στη θέση στο παράθυρο, λέει, καθηλωμένος από τη θέα της Αγγλίας, έχοντας πλήρη επίγνωση ότι ο αδελφός του θα ταξίδευε μόλις λίγα μέτρα κάτω από το σημείο όπου καθόταν.

«Τον σκεφτόμουν, ότι εγώ ήμουν στο κάθισμα και εκείνος στην πλευρά του ελαστικού – η διαφορά μεταξύ μας. Εύχομαι να ήταν εδώ και να καθόταν δίπλα μου και να είχαμε ταξιδέψει εδώ μαζί». Όταν κατέβηκε από το αεροπλάνο, στάθηκε εκεί για λίγα λεπτά, κοιτάζοντας γύρω του – «η πιο θλιβερή στιγμή της ζωής μου», είπε.

Ωστόσο, το γεγονός ότι κατάφερε να φτάσει σώος στην Αγγλία και να έχει τη δυνατότητα να ζήσει μία καλύτερη ζωή, αποτελεί ένα ευτυχές τέλος σε αυτή την τραγική ιστορία.

«Είμαι το ευτυχές τέλος – ναι! Σε μια ταινία, όταν κάποιος προσπαθεί να πετύχει κάτι, θα προσπαθήσει πολύ γι’ αυτό. Κάποιες ιστορίες έχουν θλιβερό τέλος. Αλλά σε αυτή την ιστορία, σκέφτομαι ότι για τον αδελφό μου και για μένα, αυτό είναι το ευτυχές τέλος για εμάς. Πέτυχα αυτό που ήθελε εκείνος, πέτυχα αυτό που ήθελα και αυτό που ήθελε η οικογένειά μου» είπε.

Με πληροφορίες από Guardian