icon zoom-in

Μεγέθυνση κειμένου

Α Α Α

«Δεν είμαι άγγελος και δεν προσποιούμαι ότι είμαι. Αυτός δεν είναι ένας από τους ρόλους μου. Αλλά δεν είμαι ούτε ο διάβολος. Είμαι μια γυναίκα και μια σοβαρή καλλιτέχνιδα και θα ήθελα έτσι να με κρίνουν», έλεγε η Μαρία Κάλλας, η διεθνούς φήμης σοπράνο που γεννήθηκε σαν σήμερα το 1923

Το όνομά της έχει ταυτιστεί με την όπερα και το λυρικό θέατρο. Έχει χαρακτηριστεί «θεϊκή» (La divina). Είναι η απόλυτη ντίβα της όπερας. Η Μαρία Κάλλας, με απαράμιλλη φωνητική υπεροχή, μουσικό ένστικτο και ευφυΐα, αλλά και ξεχωριστές υποκριτικές ικανότητες, καθόρισε την όπερα του 20ου αιώνα.

Το ρεπερτόριό της περιλαμβάνει μελοδράματα του Βάγκνερ, έργα της κλασικής όπερα Σέρια, μπελ κάντο των Ντονιτσέτι, Μπελίνι και Ροσίνι και έργα των Βέρντι και Πουτσίνι.

Ερμηνεύει εμβληματικά Νόρμα, Τόσκα, Τραβιάτα, Μήδεια. Κάθε εμφάνισή της στη σκηνή, είναι ένα μοναδικό μουσικό, ιστορικό γεγονός.

Η Μαρία Άννα Καικιλία Σοφία Καλογεροπούλου, ήρθε στον κόσμο στις 2 Δεκεμβρίου του 1923, στο Μανχάταν.

Παιδί Ελλήνων μεταναστών στις Ηνωμένες Πολιτείες, περνά τα πρώτα χρόνια της ζωής της στη Νέα Υόρκη.

Η κρίση στον γάμο των γονιών της το 1937 την οδηγεί με τη μητέρα της στην Αθήνα, όπου αρχίζει τη μουσική της εκπαίδευση στο Ωδείο Αθηνών. Δασκάλες της είναι η Μαρία Τριβέλλα και η Ελβίρα ντε Ιντάλγκο.

Οι γεμάτες θεατρικότητα και συναίσθημα φωνητικές της ικανότητες δεν περνούν απαρατήρητες.

Ακούραστα εργατική, ανταμείβεται με τον πρώτο της πρωταγωνιστικό ρόλο το 1939 στην Καβαλερία Ρουστικάνα.

Ακολουθούν εμφανίσεις στην Εθνική Λυρική Σκηνή, στο θέατρο Ολύμπια, στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού, με διθυραμβικές κριτικές που μιλούν για «θεόσταλτο ταλέντο».

Συμμετέχει σε 56 παραστάσεις και δίνει 20 ρεσιτάλ ως τον Σεπτέμβριο του 1945. Η λάμψη του άστρου της συμπίπτει με την περίοδο της Κατοχής στην Αθήνα.

Πολλοί την κατηγορούν για συναλλαγές και σχέσεις με ανθρώπους του εχθρού, έπειτα από πιέσεις της μητέρας της, με την οποία η σχέση της είναι εκρηκτική.

Το ‘45 επιστρέφει στην Αμερική και τον πατέρα της, με τον οποίο η σχέση είναι επίσης προβληματική.

Το 1947 βρίσκεται στην Ιταλία για να ερμηνεύσει την Τζοκόντα, υπό την καθοδήγηση του μαέστρου Τούλιο Σεραφίν, ο οποίος υπήρξε μέντοράς της.

Την ίδια χρονιά γνωρίζει και τον μετέπειτα σύζυγό της Τζοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι, ο οποίος παίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή και την καριέρα της.

Έμειναν παντρεμένοι για δέκα χρόνια. Στη διάρκεια του γάμου τους η Κάλλας υποβάλλει τον εαυτό της σε αυστηρή δίαιτα και χάνει 30 κιλά σε μικρό χρονικό διάστημα.

Η αλλαγή στην εμφάνισή της είναι εντυπωσιακή. Συμπίπτει όμως και με αποδυνάμωση της φωνής της. Μουσικολόγοι, μονωδοί και άνθρωποι του περιβάλλοντός της, δεν κατάφεραν να καταλήξουν αν αιτία ήταν η μεγάλη απώλεια βάρους.

Καθοριστικός για την εκτόξευση της καριέρας της διεθνώς, είναι -το 1948- ο ρόλος της Ελβίρας στην όπερα Πουριτανοί, τον οποίο μελετά για μόλις μία εβδομάδα.

Ο Φράνκο Τζεφιρέλι δηλώνει εντυπωσιασμένος, οι κριτικοί την αποθεώνουν. Ανοίγει ο δρόμος για την αναβίωση έργων, που είχαν πάψει να ανεβαίνουν στις οπερατικές σκηνές διεθνώς.

Τραβιάτα, Άννα Μπολένα, Μήδεια, όχι μόνο χαρακτηρίζουν την σταδιοδρομία της, αλλά γίνονται σταθερά στοιχεία του διεθνούς οπερατικού ρεπερτορίου.

Είναι το πρώτο βήμα για την κατάκτηση του κόσμου. Η Κάλλας κάνει θριαμβευτικές εμφανίσεις στις πιο αξιόλογες όπερες του κόσμου τη δεκαετία του ‘50.

Τραγουδά στη Σκάλα του Μιλάνου, στο Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου, στις όπερες της Ρώμης και του Παρισιού, στο Λυρικό Θέατρο του Σικάγο, στη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης.

Ένας από τους πλέον εμβληματικούς της ρόλους είναι η Νόρμα, από την ομώνυμη όπερα του Μπελίνι, την οποία ερμηνεύει περίπου 90 φορές στη διάρκεια της καριέρας της.

«Προτιμώ τη Νόρμα και σαν χαρακτήρα. Δεν λέω ότι μου μοιάζει, ίσως και να μου μοιάζει κατά κάποιο τρόπο. Είναι πολύ δυνατή, πολύ άγρια κάποιες φορές, αν και στην πραγματικότητα δεν είναι, έχει την ικανότητα να συγχωρεί. Μπορεί να βρυχάται σαν λιοντάρι, αλλά δεν είναι», είχε πει σε συνέντευξή της.

Ως Νόρμα στην Επίδαυρο τον Αύγουστο του 1960 μαγεύει το κοινό, που με το χειροκρότημά του την κάνει να επιστρέψει δέκα φορές στη σκηνή.

Ρεκόρ που έσπασε ως Τόσκα στο Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου, όπου χειροκροτήθηκε για 40 ολόκληρα λεπτά.

Η καριέρα της είναι μυθιστορηματική. Η ντίβα της όπερας λατρεύεται από το κοινό σε όλο τον κόσμο.

«Η διαφορά μου με τους αρχαίους Έλληνες, είναι ότι εγώ δεν κλαίω για τραγωδίες μέχρι να συμβούν. Αν συμβούν, πάλι δεν κλαίω, τις αντιμετωπίζω», είχε πει σε συνέντευξή της.

Μέσα από τις βιογραφίες της, έρχονται στο φως άγνωστες και θλιβερές πτυχές της ζωής της.

Η σχέση με την μητέρα της είναι «εκρηκτική».

Ο σύζυγός της Τζοβάνι Μενεγκίνι την βασανίζει και της αποσπά χρήματα.

Στην «θυελλώδη» σχέση της με τον Αριστοτέλη Ωνάση, πληροφορίες μιλούν ακόμη και για σωματική βία.

Το επεισοδιακό τέλος της σχέσης της με τον Έλληνα κροίσο και ο γάμος του με την Τζάκι Κένεντι, σε συνδυασμό με την αισθητή φθορά στη φωνή της, την καταρρακώνουν.

Οι εμφανίσεις της μειώνονται σταδιακά. Συχνά ακυρώνονται. Δίνει το τελευταίο της ρεσιτάλ το 1974 στην Ιαπωνία.

Αποσύρεται από τη δημόσια ζωή και ζει μόνη στο διαμέρισμά της στο Παρίσι, μέχρι τον ξαφνικό θάνατό της το 1977.

Η κηδεία της γίνεται στη γαλλική πρωτεύουσα, η σορός της αποτεφρώνεται και η τέφρα της σκορπίζεται στο Αιγαίο, όπως ήταν και η επιθυμία της.

Η Μαρία Κάλλας πέρασε στην αιωνιότητα αφήνοντας σπουδαία παρακαταθήκη, όχι μόνο τις μυθικές της άριες και την επανάσταση που έφερε στην όπερα, αλλά κυρίως την αφιέρωση ενός ανθρώπου στο καλλιτεχνικό ιδεώδες.

Πάνω από έναν αιώνα μετά τη γέννησή της, η γοητεία που ασκεί η Μαρία Κάλλας ως καλλιτέχνης και ως γυναίκα δεν λέει να κοπάσει.

Έχει γίνει αντικείμενο βιογραφιών και κινηματογραφικών ντοκιμαντέρ, όπως το «Maria by Callas» (2018) σε σκηνοθεσία Tom Volf και το «Maria» (2024) σε σκηνοθεσία Pablo Larraín και την Αντζελίνα Τζολί στον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Οι πολλές ηχογραφήσεις της (επίσημες και πειρατικές) πωλούνται σε τεράστιους αριθμούς, και βρίσκεται στο επίκεντρο θεατρικών παραστάσεων και οπερατικών εκδηλώσεων.

Κορυφαίο παράδειγμα το «7 θάνατοι της Μαρίας Κάλλας» της Marina Abramović, το οποίο παίχτηκε για πρώτη φορά στο Ηνωμένο Βασίλειο στο πλαίσιο της σεζόν 2023/24 της English National Opera.