icon zoom-in

Μεγέθυνση κειμένου

Α Α Α

Γιώργος Σεφέρης και Οδυσσέας Ελύτης, αμφότεροι ποιητές της γενιάς του ‘30, είχαν πορείες παράλληλες, βιώματα κοινά, αλλά και διακριτό ύφος γραφής. Τιμήθηκαν με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, το 1963 και το 1979 αντίστοιχα, ενώ και οι δύο παρέλαβαν τα βραβεία τους όταν το ημερολόγιο έγραφε 10 Δεκεμβρίου

Στην μακρόχρονη ιστορία των βραβείων Νόμπελ, δύο Έλληνες έχουν κατορθώσει να κατακτήσουν την ύψιστη τιμή για το έργο τους. Γιώργος Σεφέρης και Οδυσσέας Ελύτης, τιμήθηκαν με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, ο πρώτος το 1963 και ο δεύτερος το 1979.

Στο πρόσωπό τους η Σουηδική Ακαδημία τίμησε τα ελληνικά γράμματα και τον πολιτισμό, την ποίηση που υμνεί τον ελληνικό κόσμο. Με διαφορές, αλλά και ομοιότητες, με συναίσθημα, λυρισμό και αγάπη για το ελληνικό κάλλος και την παράδοση.

Γιώργος Σεφέρης και Οδυσσέας Ελύτης, αμφότεροι ποιητές της γενιάς του ‘30, είχαν πορείες παράλληλες, βιώματα κοινά, αλλά και διακριτό ύφος γραφής.

Το έργο και των δύο, που αγαπήθηκαν όσο λίγοι Έλληνες λογοτέχνες, μεταφράστηκε σε δεκάδες γλώσσες, «ταξιδεύοντας» την ελληνική ποίηση στα πέρατα του κόσμου.

Ο Γιώργος Σεφέρης παρέλαβε στις 10 Δεκεμβρίου του 1963 το Νόμπελ Λογοτεχνίας, το οποίο κέρδισε «για το υπέροχο λυρικό ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από ένα βαθύ αίσθημα για το ελληνικό πολιτιστικό ιδεώδες». Δεκαέξι χρόνια αργότερα, την ίδια μέρα του Δεκέμβρη, θα ήταν η σειρά του Οδυσσέα Ελύτη να παραλάβει την κορυφαία διάκριση από την Σουηδική Ακαδημία.

Και οι δύο κορυφαίοι Έλληνες ποιητές στις ομιλίες τους κατά την τελετή απονομής των βραβείων τους, θέλησαν να αναφερθούν στην ελληνική γλώσσα. Μιλώντας στα γαλλικά ο Γιώργος Σεφέρης, τόνισε την αντίφαση, καθώς ενώ η Σουηδική Ακαδημία θέλησε να τιμήσει τη γλώσσα του, ο ίδιος καλούνταν να εκφράσει τις ευχαριστίες του σε ξένη γλώσσα.

«Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά· κανόνας της είναι η δικαιοσύνη. Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες».

Στη συνέχεια ο Έλληνας ποιητής θέλησε να τονίσει την αναγκαιότητα της ποίησης στον σύγχρονο κόσμο: «Είναι για μένα σημαντικό το γεγονός ότι η Σουηδία θέλησε να τιμήσει και τούτη την ποίηση και όλη την ποίηση γενικά, ακόμη και όταν αναβρύζει ανάμεσα σ’ ένα λαό περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα – και τι θα γινόμασταν, αν η πνοή μας λιγόστευε; Είναι μια πράξη εμπιστοσύνης – κι ένας Θεός το ξέρει αν τα δεινά μας δεν τα χρωστάμε στη στέρηση εμπιστοσύνης».

Δεκαέξι χρόνια αργότερα, παραλαμβάνοντας το Νόμπελ Λογοτεχνίας ο Οδυσσέας Ελύτης θέλησε κι εκείνος να υμνήσει την ελληνική γλώσσα.

«Μου εδόθηκε, αγαπητοί φίλοι, να γράφω σε μια γλώσσα που μιλιέται μόνον από μερικά εκατομμύρια ανθρώπων. Παρ’ όλ’ αυτά, μια γλώσσα που μιλιέται επί δυόμιση χιλιάδες χρόνια χωρίς διακοπή και μ’ ελάχιστες διαφορές. Η παράλογη αυτή, φαινομενικά, διάσταση, αντιστοιχεί και στην υλικο-πνευματική οντότητα της χώρας μου. Που είναι μικρή σε έκταση χώρου και απέραντη σε έκταση χρόνου», είπε ξεκινώντας την ομιλία του.

«Είναι σωστό να προσκομίζει κανείς στην τέχνη αυτά που του υπαγορεύουν η προσωπική του εμπειρία και οι αρετές της γλώσσας του», συνέχισε και στη συνέχεια αναφέρθηκε στο τι είναι η ποίηση: Η τέχνη να οδηγείσαι και να φτάνεις προς αυτό που σε υπερβαίνει. Από τα μυριάδες μυστικά σήματα, που μ’ αυτά είναι διάσπαρτος ο κόσμος και που αποτελούν άλλες τόσες συλλαβές μιας άγνωστης γλώσσας, να συνθέσεις λέξεις και από τις λέξεις φράσεις που η αποκρυπτογράφησή τους να σε φέρνει πιο κοντά στην βαθύτερη αλήθεια. Για τον ποιητή – μπορεί να φαίνεται παράξενο αλλά είναι αληθές – η μόνη κοινή γλώσσα που αισθάνεται να του απομένει είναι οι αισθήσεις. Εδώ και χιλιάδες χρόνια, ο τρόπος που αγγίζονται δύο σώματα δεν άλλαξε».

Κλείνοντας την ομιλία του ο Οδυσσέας Ελύτης σημείωσε με νόημα: «Δεν αρκεί να ονειροπολούμε με τους στίχους. Είναι λίγο. Δεν αρκεί να πολιτικολογούμε. Είναι πολύ. Κατά βάθος ο υλικός κόσμος είναι απλώς ένας σωρός από υλικά. Θα εξαρτηθεί από το αν είμαστε καλοί ή κακοί αρχιτέκτονες το τελικό αποτέλεσμα. Ο Παράδεισος ή η Κόλαση που θα χτίσουμε. Εάν η ποίηση παρέχει μια διαβεβαίωση και δη στους καιρούς τους durftiger είναι ακριβώς αυτή: ότι η μοίρα μας παρ’ όλ’ αυτά βρίσκεται στα χέρια μας».