Κουβάλησαν στην πλάτη τους όλη την Ελλάδα, φτάνοντας ως την πρώτη γραμμή του μετώπου μεταφέροντας πολεμοφόδια και ρούχα για τους στρατιώτες. Οι γυναίκες της Πίνδου με αυταπάρνηση έδωσαν τη δική τους μάχη στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του ‘40 και συνέβαλαν τα μέγιστα για να αποκρουστεί η εισβολή των Ιταλικών δυνάμεων.

Επιδεικνύοντας γενναιότητα, τόλμη, θάρρος αλλά και παροιμιώδη αντοχή, οι γυναίκες της Πίνδου, κάθε ηλικίας, συμμετείχαν ενεργά στον αγώνα και σε εκείνες οφείλεται ο έγκαιρος ανεφοδιασμός των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων, που μάχονταν για να ανακόψουν τη φασιστική εισβολή.

Όταν τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου του 1940 τα ιταλικά στρατεύματα εισέβαλαν σε ελληνικό έδαφος, οι γυναίκες της Πίνδου, άνοιξαν τα σπίτια τους στους στρατιώτες προσφέροντάς τους ρούχα και τρόφιμα.

Αψηφώντας το κρύο, τη βροχή, τον αέρα, το χιόνι που -όπως μετέδιδε στο «Ελεύθερον Βήμα» ο ανταποκριτής Παύλος Παλαιολόγος- έφτανε το 1,5 μέτρο, σκαρφάλωναν σε υψόμετρο 2.000 και 2.500 μέτρων και κατάφερναν να φτάσουν εκεί που δεν έφτανε η επιμελητεία του ελληνικού στρατού λόγω του δύσβατου εδάφους.

Σχηματίζοντας ατελείωτες φάλαγγες στα κακοτράχαλα βουνά, ανέβαιναν φορτωμένες με όπλα και τρόφιμα, ενώ στην επιστροφή τους πίσω στα χωριά της Ηπείρου μετέφεραν τραυματίες, αναδεικνυόμενες έτσι σε ένα κρυφό χαρτί του ελληνικού στρατού και σε βασικό παράγοντα νίκης σε έναν άνισο πόλεμο.

Οι εφημερίδες της εποχής, δεν εξυμνούσαν μόνο τα κατορθώματα του ελληνικού στρατού, αλλά εξήραν και τη συμβολή των γυναικών της Ηπείρου. «Η δράσις της Ελληνίδος εις την πρώτην γραμμήν», «Η εποποιία των γυναικών της Ηπείρου», «Σε απρόσιτα βουνά μετέφερον τα κανόνια», «Γυναίκες της Ηπείρου εργαζόμεναι νυχθημερόν εις την εκκαθάρισιν των οδών από τα χιόνια», ήταν κάποιοι τίτλοι στον Τύπο της εποχής, που αποτύπωναν τον αξιοθαύμαστο τρόπο με τον οποίο ανταποκρίθηκαν οι γυναίκες στο κάλεσμα της πατρίδας.

Η συμβολή τους ήταν εξαιρετικά σημαντική και στα μετόπισθεν. Αντικατέστησαν επάξια τους άντρες, που έλειπαν στο μέτωπο, στις αγροτικές και κτηνοτροφικές δουλειές, εξασφαλίζοντας όσες προμήθειες τροφίμων μπορούσαν για τα παιδιά τους και για το στράτευμα.

Έπλεκαν ασταμάτητα μάλλινα ρούχα για τις ανάγκες των στρατιωτών, ενώ πολλές γίνονταν νοσοκόμες, περιθάλποντας με ηρωισμό και αφοσίωση τους τραυματίες φαντάρους στα νοσοκομεία, που ουκ ολίγες φορές έγιναν στόχος βομβαρδισμών.

Γυναίκες αγρότισσες, από τα χωριά της δυτικής Μακεδονίας και των ηπειρωτικών βουνών, όπως το Πωγώνι, το Ζαγόρι, το Πεντάλοφο, την Αγία Παρασκευή, τη Φούρκα και άλλα, έγιναν πρωταγωνίστριες της εποποιίας του ΄40, ενός από τα σπουδαιότερα γεγονότα της ελληνικής ιστορίας. Κατόρθωσαν μέσα από αντίξοες συνθήκες, με συγκινητική αυταπάρνηση να δώσουν το δικό τους δυναμικό και καθοριστικό παρών στην πρώτη γραμμή του μετώπου.

Προσωπικές μαρτυρίες

Ο ηρωισμός και η αυταπάρνηση αυτών των γυναικών περιγράφεται σε προσωπικές μαρτυρίες που έχουν καταγραφεί σε βιβλίο των εκδόσεων Κέδρος.

Εθαυμάσθησαν οι γυναίκες αυτές

«Όταν φύγαμε από τη Λάρισα για να πάμε στην Κοζάνη, στο Σαραντάπορο εκεί πέρα οι δρόμοι τότε ήτανε καλντερίμια και χωματόδρομοι, θυμάμαι εκεί επάνω πριν από τα Σέρβια ότι ήταν γυναίκες οι οποίες την δεύτερη ημέρα ακριβώς προς την τρίτη φτιάχνανε τον δρόμο, δηλαδή ρίχνανε πέτρες μες στις λάσπες. Από τότε, από την ίδια μέρα και βέβαια εν συνεχεία στην Ήπειρο εθαυμάσθησαν οι γυναίκες αυτές. Εθαυμάσθησαν πολύ γιατί μετέφεραν εκεί που δεν μπορούσε ούτε μουλάρι. Βάζανε στην πλάτη, μαθημένες αυτές, αυτές κουβαλούσαν νερό και ξύλα. Πήγαιναν στο ρουμάνι μια ώρες δυο, φορτωνόταν τα ξύλα στην πλάτη και τα μετέφεραν στα σπίτια τους μέσα στα χιόνια. Εκάνανε βέβαια μια προμήθεια από το καλοκαίρι για τον χειμώνα, κάνανε για ένα μήνα, από κει και ύστερα. Πηγαίνανε πλέον μέσα στα χιόνια…», λέει ο Τάκης Τράντας στην προφορική μαρτυρία του στο Χατζηπατέρα – Φαφαλιού, Μαρτυρίες 1940-1941, των εκδόσεων Κέδρος.

Γυναίκες που κουβαλούσαν πυρομαχικά

«7 Νοεμβρίου 1940. Σήμερα σκοτώθηκαν δύο παιδιά του 33ου Συντάγματος και αυτό μάνιασε περισσότερο τους στρατιώτες. Φωνάζαν εμπρός για τη Ρώμη. Ο θάνατος αυτός αντί να μας δειλιάσει μας έδωσε περισσότερα φτερά για να κυνηγήσουμε τους Ιταλούς. Συνάντησα γυναίκες που κουβαλούσαν πυρομαχικά. Μία ήτο 88 ετών. Μία μου είπε κλείδωσε το μικρό σε μια καλύβα για να βοηθήσει τον στρατό. Το βράδυ είδα μια γριούλα να κρατά δυο μικρά και η μητέρα τους ζύμωνε ψωμί για τον στρατό με το φως δυο κεριών που είχε μέσα σ’ ένα ποτήρι. Τα χιόνια, ο πάγος, το τρομερό κρύο, δεν φαίνονταν να τις τρόμαζε. Όλες γεμάτες χαρά ήθελαν να προσφέρουν στο στρατό ό,τι δεν μπορούσαν τα μεταγωγικά. Αλήθεια γυναίκες θαύμα. Τι διαφορά με τις πόλεις!», αναφέρεται σε απόσπασμα από το Ημερολόγιο Πολέμου του Αργύρη Μπαλατσού, στο Χατζηπατέρα – Φαφαλιού, Μαρτυρίες 1940 – 1941, των εκδόσεων Κέδρος.

Οι νικηταί της Πίνδου προχωρούσαν

«Καθώς έφτασαν στον ποταμό Βογιούσα κι είδαν οι ατρόμητες γυναίκες της Πίνδου πως το απότομο ρέμα εμπόδιζε τους σκαπανείς στη δουλειά τους, έκαναν αυθόρμητα κάτι, που ξανάγινε ύστερα στον Καλαμά και στο Δρίνο: μπήκαν οι ίδιες μέσα στα νερά και, πιασμένες σφικτά από τους ώμους, σχημάτισαν πρόσχωμα, που ανάκοβε την ορμή του ποταμού και ευκόλυνε τους γεφυροποιούς!», αναφέρει στη μαρτυρία του ο Τάκης Ε. Παπαγιαννόπουλος, στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού,Μαρτυρίες 1940-1941, των εκδόσεων Κέδρος.

Οι γυναίκες της Πίνδου έγιναν ποίημα

Ο γενναίος αγώνας των γυναικών αποτυπώνεται και στο ποίημα «Γυναίκες της Πίνδου» του Νικηφόρου Βρεττάκου.

Στης ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε
κι η μάνα κράταε τα βουνά, όρθιος να στέκει ο γιος της
μπρούτζος, χιόνι και σύννεφο. Κι αχολόγαγε η Πίνδος
σαν να ’χε ο Διόνυσος γιορτή. Τα φαράγγια κατέβαζαν
τραγούδια κι αναπήδαγαν τα έλατα και χόρευαν
οι πέτρες. Κι όλα φώναζαν: «Ίτε παίδες Ελλήνων…»
Φωτεινές σπάθες οι ψυχές σταύρωναν στον ορίζοντα,
ποτάμια πισωδρόμιζαν, τάφοι μετακινιόνταν.

Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ’ ανέβαιναν
με την ευκή στον ώμο τους κατά το γιο πηγαίναν
και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες
κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους
κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε,
μ’ αυτές αντροπατάγανε, ψηλά πέτρα την πέτρα,
κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες στα σύννεφα
χάνονταν ορθομέτωπες η μια πίσω απ’ την άλλη.