Η χαρακτηριστική γλυπτική της κατασκευή την έχει καταστήσει ένα από τα πιο άμεσα αναγνωρίσιμα κτήρια στον κόσμο, με περισσότερους από 10,9 εκατομμύρια άνθρωπους να την επισκέπτονται κάθε χρόνο. Η Όπερα του Σίδνεϊ αποτελεί εθνικό σύμβολο της Αυστραλίας, με την ψηλή οροφή της να αναπαριστά την πάλη της δημιουργικότητας, του πολιτισμού και της φιλοδοξίας απέναντι σε φαινομενικά ανυπέρβλητες αντιξοότητες.

Ως συναυλιακός χώρος, έχει φιλοξενήσει τους πάντες, από τον Bob Dylan και την Ella Fitzgerald μέχρι τους The Cure, την Björk και τους Massive Attack. Το 1980, ο Arnold Schwarzenegger κέρδισε εκεί τον τελευταίο του τίτλο στο body-building, και 10 χρόνια αργότερα ο Nelson Mandela εκφώνησε μία από τις πρώτες μεγάλες ομιλίες του μετά την αποφυλάκισή του.

Ωστόσο, η κατασκευή της Όπερας του Σίδνεϊ – η οποία άρχισε να χτίζεται το 1959 – κινδύνευε πολλές φορές από διάφορα τεχνικά προβλήματα, το τεράστιο κόστος, την κοινή γνώμη που αμφιταλαντευόταν, αλλά και διάφορες πολιτικές διαμάχες.

Ένα σύμπλεγμα από γλάρους

Το 1965, ο δημοσιογράφος του BBC, Trevor Philpott, αγνάντευε τη θέα στο λιμάνι του Σίδνεϊ καθώς προσπαθούσε να βρει τις σωστές λέξεις για να περιγράψει τις τοξωτές κατασκευές της οροφής που σχεδίασε ο Jørn Utzon για την Όπερα της αυστραλιανής πόλης.

«Ήταν μια σειρά από πανύψηλα κελύφη. Ήταν ένα σύμπλεγμα από γλάρους που άνοιγαν τα τσιμεντένια φτερά τους. Ήταν ένα συνονθύλευμα από ιστιοφόρα με φουσκωτά πανιά από σκυρόδεμα», έγραψε στις σημειώσεις του, προσθέτοντας πως το συγκεκριμένο κτήριο θα «έβγαζε την ψυχή» όσων εμπλέκονταν στην κατασκευή του μέχρι να ολοκληρωθεί.

Πράγματι, το «έπος» της κατασκευής της Όπερας του Σίδνεϊ ξεκίνησε στις 2 Μαρτίου 1959 και όταν ο Philpott πήγε να δει την πρόοδο του κτηρίου, έξι χρόνια αργότερα, βρέθηκε αντιμέτωπος με μία κατασκευή που ήταν πολύ πίσω σύμφωνα με τα χρονοδιαγράμματα λόγω του υψηλού κόστους, των πολλών αλλαγών στα σχέδια – και κυρίως των κλιμακούμενων πολιτικών εντάσεων.

Η ιδέα να κατασκευαστεί μια όπερα για την πόλη είχε προταθεί στα τέλη της δεκαετίας του 1940 από έναν διάσημο Άγγλο μαέστρο, τον Sir Eugene Goossens. Εκείνη την εποχή, ο Goossens ήταν μεγάλη διασημότητα στον κόσμο της κλασικής μουσικής, έχοντας σημειώσει μια επιτυχημένη καριέρα στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ.

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε πια εγκατασταθεί στο Σίδνεϊ ως διευθυντής του Κρατικού Ωδείου Μουσικής της Νέας Νότιας Ουαλίας, με μεγάλο μισθό και αντίστοιχα μεγάλα όνειρα και φιλοδοξίες.

Μάλιστα, λέγεται πως είχε οραματιστεί το κτήριο κοιτώντας έξω από το παράθυρο του γραφείου του το αμαξοστάσιο του τραμ στο Bennelong Point – το ιδανικό μέρος για να χτιστεί ένα μεγαλειώδες οικοδόμημα για κάθε είδους μουσικές – και όχι μόνο – παραστάσεις.

Η προκήρυξη του διαγωνισμού

Ο Goossens έπεισε τον πρωθυπουργό της Νέας Νότιας Ουαλίας, Joseph Cahill, ότι μια όπερα θα αναδιαμόρφωνε την άποψη του κόσμου για την Αυστραλία, ότι είχε βρει την τέλεια τοποθεσία γι’ αυτήν και ότι θα έπρεπε να προκηρύξουν «έναν μεγάλο διαγωνισμό, ανοιχτό στους αρχιτέκτονες όλου του κόσμου, για να αποφασίσουν ακριβώς τι είδους κτήριο θα έβαζαν εκεί», λέει ο Philpott. «Έθεσαν μόνο έναν όρο, να μην έχει χτιστεί ποτέ πριν κάτι τόσο αξιοσημείωτο».

Βέβαια ο ίδιος ο Goossens δεν θα έβλεπε τη φιλοδοξία του να πραγματοποιείται, αφού το 1956, ερχόμενος από το Ηνωμένο Βασίλειο, συνελήφθη κατά την είσοδό του στην Αυστραλία, καθώς στις αποσκευές του βρέθηκε πορνογραφικό υλικό και μάσκες από καουτσούκ. Το σκάνδαλο ήταν τόσο μεγάλο που κατέστρεψε εντελώς την καριέρα του. Τελικά, έφυγε από τη χώρα για τη Ρώμη, ταξιδεύοντας με το ψευδώνυμο Mr E Gray, χωρίς να επιστρέψει ποτέ.

Παρ’ όλα αυτά, ο διαγωνισμός για την Όπερα συνεχίστηκε όπως είχε προγραμματιστεί, με μια επιτροπή κριτών να αξιολογεί περίπου 233 υποβληθείσες συμμετοχές.

Στις αρχές του 1957, μάλιστα, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι ένας – εν πολλοίς – άγνωστος Δανός αρχιτέκτονας, ο Jørn Utzon, ήταν ο νικητής. Μέρος της έκπληξης για την επιτυχία του Utzon ήταν ότι η συμμετοχή του αποτελούνταν, σε μεγάλο βαθμό, από προκαταρκτικά σκίτσα και σχέδια ιδεών, ενώ ο ίδιος δεν είχε καμία σημαντική εμπειρία, την εποχή εκείνη, σε μεγάλης κλίμακας κατασκευές.

Το αισιόδοξο ξεκίνημα

Το τολμηρό και ευφάνταστο σχέδιο του Utzon συνάντησε από την αρχή αντιδράσεις. Οι περισσότεροι κάτοικοι του Σίδνεϊ, σύμφωνα με τον Philpott, αποκαλούσαν την κατασκευή «το τέρας του λιμανιού», «ένα κομμάτι δανέζικου γλυκού» ή «μια διαλυόμενη σκηνή τσίρκου».

Ο πρωθυπουργός Joseph Cahill, ανησυχώντας ότι το έργο θα μπορούσε να εκτροχιαστεί λόγω της αρνητικής άποψης της κοινής γνώμης ή των πολιτικών του αντιπάλων, πίεσε ώστε οι κατασκευαστικές εργασίες να ξεκινήσουν νωρίτερα.

Αυτό, ωστόσο, συνέβη παρά το γεγονός ότι ο Utzon εξακολουθούσε να οριστικοποιεί τον σχεδιασμό του κτηρίου, ενώ δεν είχε ακόμη επιλύσει κρίσιμα δομικά ζητήματα. Παρόλο που το σχέδιο του Utzon θεωρούνταν ένα από τα πιο οικονομικά, υπήρχαν ακόμα προβλήματα στην εξεύρεση χρημάτων για την κατασκευή του, οπότε το 1957 ξεκίνησε μια κρατική λαχειοφόρος αγορά για να βοηθήσει στη χρηματοδότηση του έργου.

Η αρχική εκτίμηση του τελικού κόστους της Όπερας του Σίδνεϊ ανερχόταν σε 7 εκατομμύρια δολάρια Αυστραλίας – ή περίπου 4,2 εκατομμύρια ευρώ. Το κτήριο επρόκειτο να εγκαινιαστεί στις 26 Ιανουαρίου 1963: Ημέρα της Αυστραλίας – ωστόσο και οι δύο αυτές προβλέψεις θα αποδεικνύονταν υπερβολικά αισιόδοξες αφού μόνο το ειδικό βάθρο για να αντέξει το βάρος της Όπερας ολοκληρώθηκε μόλις τον Ιανουάριο του 1963.

Ένα μη οικοδομήσιμο κτήριο

Κανείς δεν είχε, επίσης, κατανοήσει πλήρως την κλίμακα της μηχανικής πρόκλησης που παρουσίαζαν οι τολμηρές καμπύλες επιφάνειες της οροφής της Όπερας. Δεδομένου ότι από την εισήγηση του Utzon απουσίαζαν λεπτομερή μηχανολογικά σχέδια, η εταιρεία πολιτικών μηχανικών Arup κλήθηκε να επεξεργαστεί τον τρόπο κατασκευής της πολύπλοκης δομής του κελύφους της οροφής.

Όμως, παρά το γεγονός ότι δοκίμασαν πολλαπλούς διαφορετικούς επανασχεδιασμούς, και πάλι δεν έβγαιναν τα σχέδια και οι πράξεις. «Το πρώτο πράγμα που έκανε η Arup όταν της ζητήθηκε να συνεργαστεί ήταν να πάρει αυτά τα ελεύθερα σχήματα και να αναπτύξει μια σειρά μαθηματικών μοντέλων τα οποία να είναι όσο το δυνατόν πιο κοντά στο σχέδιο του διαγωνισμού του Utzon. Όμως κανένα από αυτά τα σχήματα δεν φαινόταν οικοδομήσιμο», ανέφερε ο επικεφαλής μηχανικός, Sir Jack Zunz στο BBC Witness History.

Ένα άλλο ζήτημα ήταν ότι, επειδή η οροφή ήταν καμπυλωτή, κάθε πλευρά σκυροδέματος που τη στήριζε θα ήταν διαφορετική. Αυτό σήμαινε ότι αντί να υπάρχει ένα μόνο καλούπι που θα μπορούσε να επαναχρησιμοποιηθεί για τη χύτευση όλων των υποστηρικτικών δοκών, κάθε μεμονωμένη πλευρά θα χρειαζόταν ξεχωριστό καλούπι – κάτι απαγορευτικά ακριβό.

Η απάντηση, όπως θα ισχυριζόταν αργότερα ο Utzon, του ήρθε την ώρα που καθάριζε ένα πορτοκάλι. Ο αρχιτέκτονας συνειδητοποίησε ότι όλα τα τμήματα της στέγης θα μπορούσαν να προέλθουν από τη γεωμετρία μιας και μόνο σφαίρας.

Προσδιορίζοντας ποιο τμήμα της σφαίρας ταίριαζε καλύτερα στα σχήματα που χρειάζονταν, μια σειρά από τρίγωνα με μία καμπύλη πλευρά το καθένα θα μπορούσε να κοπεί από αυτήν, δημιουργώντας μια ποικιλία κελυφών.

Αυτή η λύση απλοποίησε την κατασκευή της στέγης και μείωσε τα απόβλητα, επιτρέποντας την έναρξη της κατασκευής της θολωτής στέγης το 1963. Αλλά καθώς οι εργολάβοι εργάζονταν για την εκτέλεση του οράματος του Utzon, το έργο άρχισε και πάλι να κινδυνεύει από εργατικές διαμάχες, αλλαγές στο σχεδιασμό και αύξηση του κόστους των υλικών, με αποτέλεσμα ο προϋπολογισμός του να διογκωθεί και η πιθανή ημερομηνία ολοκλήρωσής του να μετακινηθεί στο απροσδιόριστο μέλλον.

Η παραίτηση του Utzon

Ταυτόχρονα, ο μεγαλύτερος κυβερνητικός υποστηρικτής του έργου, ο πρωθυπουργός Cahill, αρρώστησε λίγους μήνες μετά την έναρξη των οικοδομικών εργασιών. Στο νεκροκρέβατό του το 1959, είχε βάλει τον υπουργό Δημοσίων Έργων, Norman Ryan, να υποσχεθεί ότι δεν θα άφηνε την Όπερα να αποτύχει.

Επιπλέον, λίγους μήνες μετά ο Robert Askin, ο οποίος είχε αντιταχθεί έντονα στο έργο, εξελέγη πρωθυπουργός της Νέας Νότιας Ουαλίας. Ο ίδιος διόρισε τον Davis Hughes ως νέο υπουργό Δημοσίων Έργων, ο οποίος συγκρούστηκε επανειλημμένα με τον Utzon.

Ο Hughes, αποφασισμένος να περιορίσει τις δαπάνες, άρχισε να αμφισβητεί το κόστος και τα χρονοδιαγράμματα του αρχιτέκτονα, απαιτώντας μια πλήρη σειρά σχεδίων εργασίας για τους εσωτερικούς χώρους – το επόμενο στάδιο του έργου.

«Η όλη κατάσταση άρχισε να παίρνει την κατηφόρα», λέει ο Zunz. «Ο Utzon δεν μπορούσε, δεν ήθελε ή τέλος πάντων δεν παρήγαγε τα έγγραφα που επιθυμούσε ο πελάτης του». Σε αντίποινα, ο Hughes αρνήθηκε τις πληρωμές που ζητούσε η κατασκευαστική ομάδα, με αποτέλεσμα ο Utzon να μην μπορεί να πληρώσει το προσωπικό του. Το 1966, ο Δανός αρχιτέκτονας παραιτήθηκε από το έργο και έφυγε από την Αυστραλία, χωρίς να επιστρέψει ποτέ για να δει την Όπερά του να ολοκληρώνεται.

Η παραίτηση του Utzon οδήγησε σε δημόσια κατακραυγή, με 1.000 άτομα να βγαίνουν στους δρόμους του Σίδνεϊ στις 3 Μαρτίου 1966 για να απαιτήσουν την επαναπρόσληψή του. Αντ’ αυτού, ο Hughes διόρισε μια νέα ομάδα Αυστραλών αρχιτεκτόνων για να ολοκληρώσει το εσωτερικό καθώς και τους γυάλινους τοίχους. Αλλά αν ο Hughes πίστευε ότι αυτό θα μείωνε το κόστος και θα επιτάχυνε το έργο, έκανε μεγάλο λάθος.

Ξεπερνώντας τις αντιξοότητες

Η νέα ομάδα ακύρωσε τα περισσότερα από τα σχέδια του Utzon για το εσωτερικό και το επανασχεδίασε ριζικά. Ο Utzon είχε οραματιστεί μια διπλή χρήση για την κύρια αίθουσα, ως χώρο όπερας και συναυλιών, αλλά αυτό θεωρήθηκε πλέον ανεφάρμοστο, με αποτέλεσμα να πρέπει να κατεδαφιστούν τα ήδη εγκατεστημένα μηχανήματα παραγωγής σκηνικών.

Ο νέος σχεδιασμός σήμαινε επίσης ότι κάθε ένα από τα εκατοντάδες κομμάτια γυαλιού στους εσωτερικούς τοίχους έπρεπε να κοπεί σε ένα μοναδικό μέγεθος και σχήμα, γεγονός που συνέχισε να αυξάνει το κόστος.

Τέλος, «ο λογαριασμός» αυξήθηκε ακόμη περισσότερο όταν μια εργατική διαμάχη συνδικαλιστών, με αφορμή την απόλυση ενός εργάτη και τα αιτήματα για καλύτερους μισθούς, κατέληξε σε καθιστική απεργία στο εργοτάξιο το 1972.

Ωστόσο, το επόμενο έτος, το μνημειώδες εγχείρημα που ήταν η κατασκευή της Όπερας του Σίδνεϊ ολοκληρώθηκε τελικά. Με δέκα χρόνια καθυστέρηση και 14 φορές πάνω από τον αρχικό προϋπολογισμό της, το κόστος της ανήλθε σε 102 εκατομμύρια δολάρια Αυστραλίας (πάνω από 61 εκατομμύρια ευρώ).

Η Όπερα εγκαινιάστηκε επίσημα από τη βασίλισσα Ελισάβετ Β΄ στις 20 Οκτωβρίου 1973, η οποία επαίνεσε το εκπληκτικό κτήριο που είχε «αιχμαλωτίσει τη φαντασία του κόσμου».

Ο Utzon αρνήθηκε να παραστεί στα εγκαίνια, γράφοντας στον πρωθυπουργό Askin ότι «δεν μπορούσε να δει τίποτα θετικό» στις εσωτερικές εργασίες που είχαν γίνει από τους Αυστραλούς αρχιτέκτονες και ότι δεν θα ήταν δυνατόν να «αποφύγει να κάνει πολύ αρνητικές δηλώσεις».

Ο Δανός αρχιτέκτονας κατέληξε να συμφιλιωθεί και να ασχοληθεί εκ νέου με το έργο της Όπερας του Σίδνεϊ το 1999, συμφωνώντας να εργαστεί στην ανακαίνιση του εσωτερικού. Έτσι, τον Σεπτέμβριο του 2004, η αίθουσα υποδοχής μετονομάστηκε σε αίθουσα Utzon προς τιμήν του, αφού επανασχεδιάστηκε από τον ίδιο.