Η Στέλλα Διακάτου δεν τα παρατά ποτέ. Θα κάνει ό,τι μπορεί για να αλλάξει λίγο τον κόσμο
Μεγέθυνση κειμένου
Κοινωνιολόγος με κατεύθυνση την εγκληματολογία, χορεύτρια, κολυμβήτρια, ηθοποιός και άτομο με αναπηρία. Η Στέλλα Διακάτου δεν έχει αφήσει κανέναν να την προσδιορίσει και δεν κάμφθηκε ούτε από το bullying. Έχει μάθει να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες με το κεφάλι ψηλά και με χαμόγελο
Η Στέλλα Διακάτου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου κι έχει παρακολουθήσει σεμινάρια χορού και υποκριτικής.
Επίσης είναι μέλος της ομάδας ARTImeleia και μέλος της επαγγελματικής συμπεριληπτικής ομάδας χορού Έξις. Έχει εργασθεί ως ηθοποιός σε θεατρικές παραστάσεις και τα τελευταία χρόνια ασχολείται με το σύγχρονο χορό. Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια σωματικού θεάτρου, χορού και performance, καθώς και σεμινάρια υποκριτικής.
Η Στέλλα Διακάτου είναι μια νέα, πολύ δραστήρια κοπέλα, που ξυπνάει κάθε μέρα με χαμόγελο και δεν το αποχωρίζεται ποτέ, όσες δυσκολίες κι αν αντιμετωπίζει.
Το χαμόγελό της σκόρπισε φως καθώς μιλούσε στην εκπομπή «Ο κόσμος μέσα μας» του Attica TV για την αναπηρία της, που είναι αποτέλεσμα ιατρικού λάθους.
«Γεννήθηκα στις 14 Οκτωβρίου του 1993, εφταμηνίτικη. Η μητέρα μου έπαθε μια αιμορραγία στον έβδομο μήνα έτσι αναγκάστηκαν να της πάρουν το παιδί. Επειδή όμως, εγώ έκλαψα αμέσως, δεν μου έβαλαν οξυγόνο, το οποίο χρειαζόμουν. Έτσι, σταμάτησα κάποια στιγμή να κλαίω και αναγκάστηκαν οι γιατροί να μου βάλουν πάρα πολύ οξυγόνο. Η συνέπεια ήταν να πάθω υπεροξυγόνωση στον εγκέφαλο και να αποκτήσω το πρόβλημα που έχω. Είναι LP», λέει κι εξηγεί πως κάποια σημεία του εγκεφάλου της, που αφορούν κυρίως την κίνηση του αριστερού χεριού και του αριστερού ποδιού δεν λειτουργούν σωστά.
Όπως λέει, η αναπηρία για την ίδια δεν ήταν πρόβλημα: «Από την στιγμή που άρχισα να αντιλαμβάνομαι τον εαυτό μου και να κοιτάω τον εαυτό μου στον καθρέφτη, το ίδιο άτομο έβλεπα. Δεν είχα κάποια λειτουργία παραπάνω και την έχασα. Όπως περπατούσα τότε, περπατώ και τώρα».
Ούτε η οικογένειά της την αντιμετώπισε ως άνθρωπο με αναπηρία. «Δεν με αντιμετώπισαν διαφορετικά σε σχέση με τον αδελφό μου που ήλθε τέσσερα χρόνια μετά», λέει, ξεκαθαρίζοντας πως δεν μεγάλωσε με την εντύπωση πως είναι ηρωίδα επειδή σηκώνεται από το κρεβάτι και κάνει κάτι παραπάνω.
Δεν επέτρεψε στους άλλους να την προσδιορίσουν. Αποφασίζει για τη ζωή της μόνη της, κι έχει αποφασίσει να τη ζήσει, όχι όπως τής την επιβάλλει η κοινωνία ή η αναπηρία, αλλά όπως θέλει εκείνη, κάνοντας πράγματα που την ευχαριστούν.
Ασχολείται με την κολύμβηση, τον χορό, το θέατρο και τη φωνητική. Ο χρόνος για εκείνη δεν είναι πρόβλημα, «όποιος θέλει να μάθει πράγματα και να εξελιχθεί ως άνθρωπος, τα προλαβαίνει».
Στο σχολείο ωστόσο διαπίστωσε πως η κοινωνία στην οποία ζει, διαφέρει από την οικογένεια της, σε επίπεδο ανθρωπιάς. Αρχικά αναγκάστηκε να αλλάξει σχολείο, γιατί οι δάσκαλοι έλεγαν πως δεν μπορεί να παρακολουθήσει την τάξη, ότι θα την πήγαινε πίσω.
«Η μητέρα μου γύρισε όλα τα σχολεία της Πετρούπολης. Δεν με δεχόταν κανένα. Κατέληξα στο 10ο δημοτικό, όπου τελείωσα το δημοτικό. Εκεί, υπήρξαν κάποια παιδιά που στην τετάρτη με έκτη δημοτικού με έκαναν να αισθανθώ άσχημα. Να καταλάβω ότι είμαι διαφορετική και δεν τους ‘κάνω’ τόσο πολύ. Δεν ταιριάζω με εκείνους. Τους κάνω να αισθάνονται, μάλλον, άσχημα», λέει και στη συνέχεια περιγράφει το σκληρό bullying που υπέστη.
«Με κλείδωναν στην τάξη, μου έλεγαν να πέσω να πεθάνω, γιατί δεν είμαι σαν και αυτούς. Επειδή δεν μπορούσα να κατέβω τα σκαλιά να παίξω μαζί τους. Καθόμουν στο πάνω προαύλιο, μόνη μου. Κάποιες φορές μου έλεγαν αφού δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, γιατί δεν πεθαίνεις;», λέει, τονίζοντας πως δεν το αντιμετώπισε μέχρι που τελείωσε το σχολείο: «Απλά το βράδυ έκλαιγα μόνη μου στο δωμάτιο και μετά το ξεπερνούσα».
Η Στέλλα έχει «συγχωρέσει αυτά τα παιδιά, γιατί ήταν παιδιά. Μπορώ να καταλάβω τις συνθήκες στις οποίες το έκαναν. Μπορεί να έχουν μεγαλώσει έτσι από το σπίτι τους, δεν ευθύνομαι εγώ για αυτό, ούτως ή άλλως».
Όμως το bullying δεν ερχόταν μόνο από τους συμμαθητές της, αλλά και από τον δάσκαλό της από την τετάρτη μέχρι την έκτη τάξη. «Ο άνθρωπος δεν ήξερε. Είχε άγνοια. Δεν είναι όπως τώρα, που οι δάσκαλοι κάνουν σεμινάρια ειδική αγωγής, είναι πιο σβέλτοι, αντιλαμβάνονται αν έχει μαθησιακό πρόβλημα ή άλλο, κάποιο παιδί. Δεν ήταν έτσι», λέει.
Όπως λέει, πήρε δύναμη από το σπίτι, από τη δεκτικότητα της οικογένειάς της: «Το ότι εγώ υπέστην ας πούμε bullying στο σχολείο δεν σημαίνει ότι δεν έκανα θεατρικό στην εφηβεία μου ή ιππασία σαν άθλημα ή δεν γνώριζα άλλα παιδιά, εκτός σχολείου».
Όσο για το πώς θέλει να την βλέπουν οι άνθρωποι, λέει: «Σαν μια γυναίκα 30 χρονών, που πάει το πρωί στη δουλειά της, στην προπόνησή της, στο χορό της, την ομάδα της, που βγαίνει με τους φίλους της. Πολλές φορές γενικότερα η κοινωνία τα άτομα με αναπηρία τα αντιμετωπίζει σαν παιδιά. Νομίζουν πολλοί, ότι επειδή έχω κινητικό πρόβλημα, πάει πακέτο με τη νοημοσύνη μου. Δεν ισχύει αυτό το ταμπού».
Εκμυστηρεύεται πως έχει πολλούς φόβους. «Τη μοναξιά κυρίως. Δεν μου αρέσει ποτέ να μένω μόνη, αλλά δεν νομίζω πως θα μείνω ποτέ μόνη. Δεν είμαι ένας άνθρωπος που θα επιλέξει τη μοναξιά, οπότε είναι λίγο άτοπο να το σκέφτομαι και να με φοβίζει αυτό».
Λέει πως θέλει να κάνει οικογένεια και στα παιδιά της θα περάσει το μήνυμα πως «είτε έχεις αναπηρία, είτε όχι, είτε είσαι χοντρός, μαύρος, Κινέζος, οτιδήποτε, είσαι άνθρωπος. Πάνω από όλα, πρέπει να φερόμαστε σε κάθε άνθρωπο, σαν άνθρωπο. Δεν είναι κάτι διαφορετικό. Είναι άνθρωπος. Όλοι είμαστε διαφορετικοί».
Έχοντας αυτή τη στάση ζωής, η Στέλλα δεν θα μπορούσε να έχει άλλες αξίες. Για εκείνη το πιο σημαντικό είναι «να μοιράζεσαι με τους ανθρώπους, να έχεις αλληλεγγύη, να είσαι ειλικρινής με όποιες συνέπειες περιέχει αυτό, να χαμογελάς και όποιες δυσκολίες αντιμετωπίζεις, να το κάνεις με το κεφάλι ψηλά και με χαμόγελο. Και να ξέρεις ότι είμαι αρκετά δυνατός άνθρωπος για να τις ξεπεράσω».
Το moto ζωής της είναι «να χαμογελάμε κάθε μέρα και να ξυπνάμε με χαμόγελο», ενώ δηλώνει αποφασιστικά πως η ίδια δεν τα παρατάει ποτέ και «θα κάνω ό,τι μπορώ για να αλλάξω λίγο αυτόν τον κόσμο. Μπορεί να είναι ουτοπικό, αλλά θα κάνω ό,τι μπορώ».