Μεξικό: Τα κλοπιμαία από τη «ληστεία του αιώνα» επεστράφησαν. Τα ερωτήματα όμως παραμένουν
Μεγέθυνση κειμένου
Γιατί δύο νεαροί φοιτητές να ληστέψουν το σημαντικότερο μουσείο του Μεξικού; Για τους περισσότερους, το δέλεαρ των χρημάτων δεν είναι ποτέ αρκετό. Πάντα πρέπει να υπάρχει και κάτι άλλο που κρύβεται από πίσω…
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 25ης Δεκεμβρίου 1985 – και ενώ όλος ο κόσμος γιόρταζε τα Χριστούγεννα – η Πόλη του Μεξικού έγινε ο τόπος μιας από τις πιο συγκλονιστικές ληστείες στην ιστορία της χώρας: Δύο φοιτητές κτηνιατρικής από το Πανεπιστήμιο του Μεξικού (UNAM) διέρρηξαν το Εθνικό Μουσείο Ανθρωπολογίας (MNA) και έκλεψαν 124 αρχαιολογικά αντικείμενα από τις αίθουσες που ήταν αφιερωμένες στους πολιτισμούς των Μάγια, των Mixteca και των Mexica.
Η «ληστεία του αιώνα», όπως χαρακτηρίστηκε από πολλούς αποκάλυψε σοβαρές αδυναμίες στην ασφάλεια των πολιτιστικών ιδρυμάτων της χώρας, ενώ, παρά τη σχολαστική έρευνα που ακολούθησε, οι Αρχές χρειάστηκαν σχεδόν τέσσερα χρόνια για να ανακτήσουν τα περισσότερα από τα κομμάτια.
Μια άνευ προηγουμένου ληστεία
Ο Carlos Perches Treviño και ο Ramón Sardina García – και οι δύο 21 ετών τότε – ήταν φοιτητές κτηνιατρικής στο UNAM. Προέρχονταν από οικογένειες της μεσαίας τάξης και δεν είχαν ποινικό μητρώο. Ωστόσο, τόσο ο Perches όσο και ο Sardina γοητεύονταν από τα αρχαία αντικείμενα και την προϊσπανική τέχνη. Αυτό τους έκανε να αποκτήσουν εμμονή με το Εθνικό Μουσείο Ανθρωπολογίας.
Για έξι μήνες, οι νεαροί άνδρες άρχισαν να παρακολουθούν τις κινήσεις του προσωπικού ασφαλείας του μουσείου, εντοπίζοντας τα αδύναμα σημεία και τις ευκαιρίες για να πραγματοποιήσουν τη ληστεία. Έτσι, επέλεξαν την παραμονή των Χριστουγέννων του 1985 ως την ιδανική ημερομηνία για να δράσουν, γνωρίζοντας ότι η ασφάλεια, εκείνη την ημέρα, θα ήταν ελάχιστη.
Η ληστεία ξεκίνησε ξημερώματα Χριστουγέννων (25/12/1985) στη 1:00 π.μ. και διήρκεσε τρεις ώρες, μέχρι τις 4:00 π.μ. Οι δύο νεαροί εισήλθαν στους χώρους μέσω των αεραγωγών του κλιματισμού, αποφεύγοντας τις κάμερες ασφαλείας και το σύστημα συναγερμού.
Το προσωπικό ασφαλείας – που υποτίθεται ότι θα περιπολούσε τα 161.000 τετραγωνικά μέτρα των 26 αιθουσών – δεν έκανε τη δουλειά του, αφού ήταν όλοι σε ένα σημείο του μουσείου, γιορτάζοντας τα Χριστούγεννα.
Η πολιτιστική ζημιά
Μεταξύ των 124 κλεμμένων αντικειμένων περιλαμβάνονταν αντικείμενα από τον ιερό κενοτάφιο του Chichén Itzá, περισσότερα από 60 κομμάτια των Μάγια από το ναό του Palenque, πολλά χρυσά κοσμήματα και άλλα πολύτιμα κειμήλια.
Σύμφωνα με τον Felipe Solís – επιμελητή του Εθνικού Ινστιτούτου Ανθρωπολογίας και Ιστορίας (INAH) – η αξία ενός μόνο από αυτά τα κομμάτια στη μαύρη αγορά ξεπερνούσε τότε τα 20 εκατομμύρια δολάρια (περίπου 58,5 εκατομμύρια δολάρια σήμερα).
Παρ’ όλα αυτά, η μεγαλύτερη ζημιά ήταν πολιτιστική και όχι χρηματική. «Αυτό που μας έκλεψαν είναι ένα κομμάτι της ιστορίας μας… [κάτι ανεκτίμητο] και ανεκτίμητης ανθρωπολογικής και ιστορικής αξίας», είχε πει ο Solís.
Μετά τη ληστεία, οι δύο ληστές διέφυγαν με ένα Volkswagen και κατευθύνθηκαν προς το σπίτι των γονέων του Perches, που βρίσκεται στο προάστιο Jardines de San Mateo, στα περίχωρα της Πόλης του Μεξικού.
Έκρυψαν τα αντικείμενα σε μια βαλίτσα που παρέμεινε αποθηκευμένη στη ντουλάπα του δωματίου του Carlos.
Η έρευνα και τα χρόνια που ακολούθησαν
Το σκάνδαλο έγινε παγκόσμια είδηση. Εκτός από την υπηρεσία μετανάστευσης, τη Γενική Διεύθυνση Τελωνείων, τους εργαζομένους στα αεροδρόμια της χώρας και την Ιντερπόλ, περισσότερα από 30 άτομα ανέλαβαν να διαλευκάνουν την υπόθεση.
Λόγω της μαζικής έρευνας, οι ληστές επέλεξαν να κρατήσουν χαμηλό προφίλ, απέχοντας από κάθε προσπάθεια πώλησης των κομματιών στη μαύρη αγορά. Η έρευνα, ωστόσο, πήρε απρόσμενη τροπή τον Ιανουάριο του 1989, όταν η αστυνομία συνέλαβε τον έμπορο ναρκωτικών Salvador Gutiérrez – γνωστό και ως “El Cabo” – στη μεξικανική πόλη Γκουανταλαχάρα.
Ο Gutiérrez – ελπίζοντας να μειώσει την ποινή του – ομολόγησε ότι γνώριζε πού βρίσκονταν τα κλεμμένα κομμάτια και έδωσε πληροφορίες για τον Carlos Perches, τον οποίο είχε γνωρίσει στο Ακαπούλκο.
Μετά τη ληστεία, ο Perches κατέφυγε στην πόλη αυτή και δημιούργησε δεσμούς με εμπόρους ναρκωτικών – όπως ο José Serrano – οι οποίοι προσφέρθηκαν να τον βοηθήσουν στην προσπάθειά του να πουλήσει τα κομμάτια στη μαύρη αγορά.
Η σχέση του Perches με τους εμπόρους ναρκωτικών ήταν το κλειδί για τη σύλληψή του. Ο Javier Coello Trejo – ο οποίος, εκείνη την εποχή, ήταν αναπληρωτής εισαγγελέας στον πόλεμο κατά των ναρκωτικών – δήλωσε στην εφημερίδα Reforma ότι τοποθέτησε κοριούς στις φυλακές και παρακολουθούσε όλες τις κλήσεις μεταξύ του Gutiérrez και του Perches.
Η ανάκτηση των κλεμμένων αντικειμένων
Στις 10 Ιουνίου 1989, επτά μήνες μετά την έναρξη της έρευνας κατά του Carlos Perches, η αστυνομία πραγματοποίησε επιχείρηση στο προάστιο Jardines de San Mateo. Εκεί, ανακάλυψαν 111 από τα 124 κλεμμένα έργα.
Τρεις ημέρες αργότερα, ο Γενικός Εισαγγελέας Enrique Álvarez del Castillo παρουσίασε τα έργα σε συνέντευξη Τύπου. Εξήγησε ότι είχαν βρεθεί στην κατοικία που ανήκε στους γονείς του Perches, τυλιγμένα σε χαρτί τουαλέτας και αποθηκευμένα σε μια σακούλα. Πιστεύεται ότι τα περισσότερα κομμάτια παρέμειναν εκεί από την ημέρα της ληστείας.
Από τα 124 κομμάτια, επτά παρέμειναν στην κατοχή του Ramón Sardina, ο οποίος δεν συνελήφθη ποτέ, δύο άλλα ανταλλάχθηκαν από τον Perches με κοκαΐνη, ενώ τα υπόλοιπα τέσσερα δεν κατέστη δυνατό να εντοπισθούν.
Η τύχη των ληστών
Ο Carlos Perches συνελήφθη σε ηλικία 24 ετών και καταδικάστηκε σε 22 χρόνια φυλάκισης για ληστεία και εγκλήματα που σχετίζονται με ναρκωτικά. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισής του, σύμφωνα με τον Javier Coello Trejo, ο Perches παραδέχτηκε ότι ήταν ο εγκέφαλος της ληστείας και αποκάλυψε λεπτομέρειες για το πού βρίσκονταν τα κομμάτια.
Ο Coello Trejo θυμήθηκε ότι, στις συνομιλίες του με τον Perches, προσποιήθηκε θαυμασμό για το θάρρος του, μια τακτική που χρησιμοποίησε για να κερδίσει την εμπιστοσύνη του ληστή και να λάβει περισσότερες πληροφορίες.
«Το κλειδί σε μια ανάκριση είναι να κάνεις τον κατηγορούμενο να αισθάνεται άνετα», εξήγησε αργότερα ο αναπληρωτής εισαγγελέας στα μέσα ενημέρωσης. Ο ίδιος ο Coello Trejo δήλωσε ότι, πέρα από την αξία των έργων μετά από μια πιθανή πώληση, δεν γνωρίζει γιατί οι νεαροί διέπραξαν το συγκεκριμένο έγκλημα. Το κίνητρό τους παραμένει άγνωστο μέχρι σήμερα.
Ο Sardina παρέμεινε ασύλληπτος, αλλά πιστεύεται ότι τα επτά κομμάτια που είχε στην κατοχή του δεν έφυγαν ποτέ από τη χώρα.
Διαβασε ακομα
Η αναπάντεχη τροπή μιας ληστείας με λεία 113 εκατ. ευρώΟ αντίκτυπος της ληστείας
Η ληστεία του αιώνα άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τα μουσεία στο Μεξικό. Το Εθνικό Μουσείο Ανθρωπολογίας εφάρμοσε αυστηρά μέτρα ασφαλείας, εγκατέστησε ηλεκτρονικούς συναγερμούς, σύστημα κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης και αύξησε τον αριθμό των φρουρών.
Επιπλέον, ο Ποινικός Κώδικας αναμορφώθηκε ώστε να τιμωρούνται αυστηρότερα τα εγκλήματα κατά της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Όταν τα ανακτηθέντα κομμάτια επέστρεψαν τελικά στις προθήκες του μουσείου τον Ιούνιο του 1989 – σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά την κλοπή τους – στην εκδήλωση προήδρευσε ο τότε πρόεδρος Carlos Salinas de Gortari.
Ο συγγραφέας Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες παρέστη στην τελετή, δηλώνοντας στην εφημερίδα El Universal ότι η υπόθεση τον είχε γοητεύσει τόσο πολύ που σκεφτόταν να γράψει ένα μυθιστόρημα για τα γεγονότα.
Παρόλο που το βιβλίο του Γκαρσία Μάρκες δεν εκδόθηκε ποτέ, ο Μεξικανός σκηνοθέτης Alonso Ruizpalacios μετέφερε στη μεγάλη οθόνη τη «ληστεία του αιώνα» στην ταινία του “Museum” (2018). Ωστόσο, δεν κατόρθωσε ούτε και εκείνος να απαντήσει στο ερώτημα γιατί δύο παιδιά με λευκό ποινικό μητρώο και από καλές οικογένειες αποφάσισαν να διαπράξουν το εν λόγω έγκλημα.
Με πληροφορίες από El Pais