Πέρασε σχεδόν 18 χρόνια σε μία από τις πιο διαβόητες φυλακές του κόσμου, χωρίς να τον βαραίνει καμία κατηγορία. Ο Μοχάμεντ Αμπντούλ Μαλίκ Μπατζάμπου από την Κένυα, ήταν 33 ετών όταν οδηγήθηκε στη φυλακή του Γκουαντάναμο, με την υποψία ότι είχε σχέση με ένα παρακλάδι της Αλ Κάιντα, που σχεδίαζε επιθέσεις εναντίον Ισραηλινών τουριστών στην Ανατολική Αφρική πριν από δύο δεκαετίες.

Ο 51χρονος πλέον Μπατζάμπου βρίσκεται από την Τρίτη (17/12), πίσω στην πατρίδα του, ελεύθερος. Αλλά στο Γκουαντάναμο παραμένουν κρατούμενοι άλλοι 15 άνδρες, που επίσης δεν έχουν καμία κατηγορία σε βάρος τους, περιμένοντας τη δική τους αποφυλάκιση.

Μάλιστα η Διεθνής Αμνηστία κάλεσε τον Αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν, να τερματίσει την κράτησή τους πριν εγκαταλείψει το αξίωμά του. Εάν δεν το πράξει, αναφέρει σε ανακοίνωσή της η οργάνωση για τα ανθρώπινα δικαιώματα, «θα συνεχίσει να φέρει την ευθύνη για την αποτρόπαια πρακτική της επ’ αόριστον κράτησης χωρίς απαγγελία κατηγοριών ή δίκη από την κυβέρνηση των ΗΠΑ».

Όμως ο σκοτεινός ρόλος των ΗΠΑ δεν αφορά μόνο στην κράτηση ανθρώπων χωρίς καμία κατηγορία. Ούτε περιορίζεται γεωγραφικά στη φυλακή-θέατρο ακραίων μεθόδων ανάκρισης στον Κόλπο του Γκουαντάναμο στην Κούβα.

Μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, η CIA δημιούργησε ένα πρόγραμμα βασανιστηρίων. Μεταξύ 2002 και 2008, κράτησε τουλάχιστον 119 μουσουλμάνους άνδρες αιχμάλωτους σε μυστικές φυλακές σε όλο τον κόσμο και τους υπέβαλε σε κακοποιήσεις που πολλοί άνθρωποι στη Δύση συνδέουν με δικτάτορες, τυράννους και τρομοκράτες. Πιο πρόσφατο παράδειγμα, τα βασανιστήρια κρατουμένων που αποκαλύφθηκαν μετά την πτώση του Άσαντ στη Συρία.

Η ιστορία όμως αποδεικνύει πως αυτές οι αποτρόπαιες πρακτικές δεν λείπουν και από την… ανεπτυγμένη Δύση. Πριν δέκα χρόνια μια έκθεση της Επιτροπής Πληροφοριών της Γερουσίας των ΗΠΑ, αποκάλυψε ότι η κακοποίηση στο πλαίσιο του διαβόητου προγράμματος βασανιστηρίων της CIA, ήταν πολύ πιο βίαιη απ’ ό,τι ήταν γνωστό μέχρι τότε.

Η έκθεση, που συντάχθηκε μετά από τριετή έρευνα, κατέστησε σαφές πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι οι ΗΠΑ παραβίασαν επανειλημμένα τις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με τη Σύμβαση του ΟΗΕ κατά των Βασανιστηρίων, ότι αξιωματούχοι των ΗΠΑ ψεύδονταν για το πρόγραμμα και ότι κρατούσαν πολύ περισσότερους κρατούμενους απ’ ό,τι είχε προηγουμένως θεωρηθεί.

Το πρόγραμμα αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό από δύο ψυχολόγους, τον James Mitchell και τον Bruce Jessen. Κανένας από τους δύο δεν είχε εμπειρία ως ανακριτής, καμία απολύτως γνώση για την Αλ Κάιντα, ούτε κάποια επιστημονική τεκμηρίωση που να δικαιολογεί τις μεθόδους τους.

Οι τακτικές βασανιστηρίων που ανέπτυξαν είναι το λιγότερο αποτρόπαιες. Άνδρες δεμένοι με αλυσίδες στο ταβάνι, γυμνοί, φορώντας μόνο μία πάνα, αφήνονταν -μερικές φορές για μέρες- στο σκοτάδι, με μουσική να ακούγεται δυνατά στο χώρο.

Άλλες φορές τους στοίβαζαν για ώρες μέσα σε μικρά κουτιά, που κάποιες φορές ήταν γεμάτα έντομα. Τα κουτιά είχαν το μέγεθος μικρών crates που προορίζονται για σκυλιά, ή είχαν το σχήμα φέρετρου.
Κι άλλες φορές προχωρούσαν στον πνιγμό τους, αλλά όχι μέχρι θανάτου.

Μάλιστα πριν από τρία χρόνια οι New York Times δημοσίευσαν σκίτσα του Αμπού Ζουμπάιντα που αποτύπωναν τη φρίκη των βασανιστηρίων που ο ίδιος είχε υποστεί.

Το ένα δείχνει τον κρατούμενο γυμνό και δεμένο σε ένα πρόχειρο φορείο, με όλο του το σώμα σφιγμένο καθώς τον πνίγει ένας αόρατος ανακριτής. Ένα άλλο τον δείχνει με τους καρπούς του δεμένους με χειροπέδες σε ράβδους τόσο ψηλά πάνω από το κεφάλι του που αναγκάζεται να στέκεται στις μύτες των ποδιών του, με μια μεγάλη πληγή ραμμένη στο αριστερό του πόδι και ένα ουρλιαχτό να βγαίνει από το ανοιχτό του στόμα. Ακόμα ένα άλλο απεικονίζει έναν απαγωγέα να χτυπάει το κεφάλι του σε έναν τοίχο.

Είναι σκίτσα που σχεδίασε στην αιχμαλωσία ο κρατούμενος στο Γκουαντάναμο, γνωστός ως Αμπού Ζουμπάιντα, αυτοπροσωπογραφίες των βασανιστηρίων στα οποία υποβλήθηκε κατά τη διάρκεια των τεσσάρων ετών που κρατήθηκε σε μυστικές φυλακές από τη CIA.

Πρόκειται για σκληρές και άκρως προσωπικές απεικονίσεις που δίνουν σάρκα, οστά και συναισθήματα σε αυτό που μέχρι τώρα είχε μερικές φορές απεικονιστεί στη λαϊκή κουλτούρα με απολυτοποιημένο ή ανακριβή τρόπο: Τις λεγόμενες ενισχυμένες τεχνικές ανάκρισης που χρησιμοποίησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες σε μυστικές φυλακές στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια μιας πυρετώδους καταδίωξης της Αλ Κάιντα μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.

Σε κάθε απεικόνιση, ο Ζουμπάιντα- το πρώτο άτομο που υποβλήθηκε στο πρόγραμμα ανάκρισης που εγκρίθηκε από την κυβέρνηση του προέδρου Τζορτζ Μπους- απεικονίζει τις συγκεκριμένες τεχνικές όπως λέει ότι του εφαρμόστηκαν σε μια μυστική τοποθεσία της C.I.A. στην Ταϊλάνδη τον Αύγουστο του 2002.

Ο Mitchell, ο Jessen και η CIA αποκαλούσαν αυτά τα βασανιστήρια «ενισχυμένη ανάκριση» μέσα από την οποία θα αποσπούσαν μοναδικές πληροφορίες που θα έσωζαν ζωές. Αλλά κάτι τέτοιο δεν έγινε.

Επί πέντε χρόνια, η επιτροπή πληροφοριών της Γερουσίας διερεύνησε το πρόγραμμα βασανιστηρίων εξετάζοντας πάνω από έξι εκατομμύρια σελίδες αρχείων της ίδιας της CIA, συμπεριλαμβανομένων επιχειρησιακών τηλεγραφημάτων, εκθέσεων, εσωτερικών σημειωμάτων, ηλεκτρονικών μηνυμάτων, επιστολών, ενημερωτικού υλικού, προϊόντων πληροφοριών, διαβαθμισμένων καταθέσεων, περιλήψεων περισσότερων από 100 συνεντεύξεων του γενικού επιθεωρητή της CIA με το προσωπικό της CIA και άλλων αρχείων.

Η έρευνα κατέληξε σε μια έκθεση εποπτείας 6.700 σελίδων, τη μεγαλύτερη στην ιστορία της Γερουσίας. Έγινε γνωστή ως η έκθεση για τα βασανιστήρια.

Στα τέλη Δεκεμβρίου του 2014, η επιτροπή πληροφοριών δημοσίευσε μια 525σέλιδη, επεξεργασμένη περίληψη της έκθεσης για τα βασανιστήρια. Το υπόλοιπο περιεχόμενο παραμένει απόρρητο μέχρι σήμερα.

Παρ’ όλα αυτά είναι κάτι παραπάνω από ξεκάθαρος ο ρόλος των ΗΠΑ σε ένα από τα πιο ακραία παραδείγματα συστημικής κρατικής βασανιστηρίων των τελευταίων ετών.

Κι ενώ θα ήταν αναμενόμενο η δημοσιοποίηση της έκθεσης να οδηγήσει σε πλήρη επίσημη έρευνα, στην απολογία των δραστών και σε αποκατάσταση για τα θύματα, τίποτα από αυτά δεν έγινε. Φαίνεται πως η παγκόσμια κοινότητα μάλλον υποκριτικά συμφωνεί με την απαγόρευση των βασανιστηρίων.

Όπως αναφέρει σε άρθρο του που δημοσιεύεται στο Al Jazeera ο ανώτερος νομικός σύμβουλος στην REDRESS, Chris Esdaile, πράγματι, ενώ η CIA διαδραμάτισε τον κύριο ρόλο στα βασανιστήρια, προσωπικό από άλλες ισχυρές φιλελεύθερες Δημοκρατίες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων στην Ευρώπη, έχει εμπλακεί βαθιά στις κακοποιήσεις.

Η έκθεση της Επιτροπής της Γερουσίας των ΗΠΑ παρείχε ένα σημαντικό στοιχείο των αποδείξεων που διευκόλυναν τις προσπάθειες στην Ευρώπη για να ζητηθεί δικαιοσύνη για τον ρόλο των ευρωπαϊκών κρατών στο πρόγραμμα, όπως οι υποθέσεις που εκκρεμούν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένης της υπόθεσης κατά της Λιθουανίας που υπέβαλε ο Μουσταφά αλ Χαουσάουι.

Ο αλ Χαουσάουι, κρατούμενος του Γκουαντάναμο, του οποίου η υπόθεση περιγράφηκε στην έκθεση, υπέστη βασανιστήρια και σοβαρά προβλήματα υγείας μετά την υποβολή του σε αυτό που η CIA αποκαλούσε «ορθοφαγία» ή «πρωκτική σίτιση», το οποίο οι ιατρικοί εμπειρογνώμονες έχουν δηλώσει ότι ήταν μια μορφή βιασμού ή σεξουαλικής επίθεσης.

Στην τελευταία από μια σειρά υποθέσεων που αφορούν επιζώντες του προγράμματος της CIA που κρατούνταν στην Ευρώπη, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε υπέρ του αλ Χαουσάουι τον Ιανουάριο, στηριζόμενο σημαντικά στην έκθεση, ιδίως για να επιβεβαιώσει ότι κρατείτο παράνομα σε μυστική φυλακή της CIA στη Λιθουανία.

Καθώς οι ΗΠΑ προσπάθησαν να μεταφέρουν τις ανακρίσεις και τις κρατήσεις εκτός του εδάφους τους μετά την 11η Σεπτεμβρίου για να αποφύγουν διάφορες υποχρεώσεις σε σχέση με τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως την απαγόρευση των βασανιστηρίων και των κακομεταχειρίσεων, η διαλεύκανση της αλήθειας υπήρξε μια δύσκολη αποστολή.

Ωστόσο, μέρος αυτής της αλήθειας έχει αποκαλυφθεί χάρη στο θάρρος ορισμένων θυμάτων που μίλησαν δημόσια, περιγράφοντας ιστορίες για παράνομες απαγωγές, κρατήσεις και βασανιστήρια, καθώς και στους δικηγόρους, τις οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τους δημοσιογράφους, τους ακαδημαϊκούς και τους κοινοβουλευτικούς.

Η έκθεση της Επιτροπής της Γερουσίας των ΗΠΑ αποτέλεσε το σημείο εκκίνησης για άλλες σημαντικές έρευνες, όπως η δουλειά του Bureau of Investigative Journalism και του Rendition Project, που συμπλήρωσαν κάποια από τα κενά στην κατανόηση του προγράμματος βασανιστηρίων της CIA.

Ωστόσο, πάνω από 20 χρόνια μετά τις κακοποιήσεις, η επίσημη μυστικότητα κυριαρχεί. Η πλειοψηφία της έκθεσης παραμένει αδημοσίευτη, και η πλήρης αλήθεια για το πρόγραμμα των ΗΠΑ, και το εύρος της συνεργασίας που έλαβε από τους συμμάχους της, δεν έχει αποκαλυφθεί.

Σε μια καταδικαστική έκθεση της Επιτροπής Πληροφοριών και Ασφάλειας του Βρετανικού Κοινοβουλίου το 2018, διαπιστώθηκε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο, βασικός σύμμαχος των ΗΠΑ την εποχή εκείνη, ήταν συνένοχο σε απαγωγές και βασανιστήρια σε σχέση με το πρόγραμμα βασανιστηρίων της CIA, αλλά η κυβέρνηση αρνήθηκε να ξεκινήσει έρευνα υπό την καθοδήγηση δικαστή για περαιτέρω διερεύνηση.

Ο αλ Χαουσάουι περιμένει την ολοκλήρωση της έρευνας από το Investigatory Powers Tribunal του Ηνωμένου Βασιλείου, ένα ειδικό δικαστικό σώμα που εξετάζει καταγγελίες κατά των μυστικών υπηρεσιών, για τον πιθανό ρόλο των βρετανικών υπηρεσιών πληροφοριών στα δικά του βασανιστήρια.

Μια παρόμοια έρευνα βρίσκεται σε εξέλιξη σε σχέση με τον Αμντ αλ Ραχίμ Νασίρι, μαζί με μια ξεχωριστή αστική υπόθεση ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου από τον Αμπού Ζουμπάιντα. Και οι δύο είναι φυλακισμένοι στο Γκουαντάναμο.

Το Ηνωμένο Βασίλειο και άλλες ευρωπαϊκές χώρες μπορούν ακόμα να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην απονομή δικαιοσύνης και απολογίας για τους επιζώντες του προγράμματος βασανιστηρίων της CIA, ιδιαίτερα καθώς η προοπτική κλεισίματος του Γκουαντάναμο είναι πιθανό να απομακρυνθεί ακόμα περισσότερο υπό μια νέα προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ, και η δυνατότητα απολογίας για βασανιστήρια στις ΗΠΑ συνεχίζει να υποχωρεί.

Όπως σημείωσε η Fionnuala Ni Aolain, η πρώτη εμπειρογνώμονας ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ΟΗΕ που έλαβε άδεια να επισκεφτεί το Ναυτικό Σταθμό του Γκουαντάναμο, σε μια σφοδρή έκθεση πριν από δύο χρόνια, κανείς δεν έχει λογοδοτήσει για τις συστηματικές πρακτικές βασανιστηρίων που αποκαλύφθηκαν, εν μέρει, στην έκθεση της Επιτροπής της Γερουσίας των ΗΠΑ και κανένας άνθρωπος που έχει υποστεί παράνομη απαγωγή, βασανιστήρια, αυθαίρετη κράτηση, απομόνωση από την οικογένεια δεν έχει λάβει επαρκή αποκατάσταση.