Τριάντα πέντε χρόνια μετά, το μυστήριο παραμένει. Κανείς δεν θυμάται ποιος τηλεφώνησε πρώτος στην αστυνομία το πρωί της 4ης Σεπτεμβρίου 1990, αλλά όλοι θυμούνται την κοπέλα. Το σώμα της, κρεμασμένο από ένα πεύκο σε μια απότομη πλαγιά πάνω από την παραμεθόρια πόλη Πορτμπού στην Ισπανία, ήταν ορατό σε όποιον κοίταζε από την παραλία ή απέναντι από τον λόφο. Ήταν ξυπόλυτη, με γκριζογάλανα μάτια και πλούσια καστανά μαλλιά. Φορούσε μπλε σαλοπέτα πάνω από ένα τιρκουάζ-πράσινο πουκάμισο.

Το Πορτμπού, στριμωγμένο μέσα σε έναν μεσογειακό κόλπο, είχε μόνο 2.000 κατοίκους αλλά πολλούς αστυνομικούς. Στα χρόνια πριν από τη Συμφωνία Σένγκεν, φρουροί ήταν τοποθετημένοι στα σύνορα με τη Γαλλία, αλλά αυτοί οι αξιωματικοί ήταν ειδικοί σε θέματα μετανάστευσης και λαθρεμπορίου, όχι σε βίαιους θανάτους.

Αντί γι’ αυτούς, κλήθηκε ο Ενρίκε Γκόμεθ, ένας 35χρονος ανακριτής της Guardia Civil από την κοντινή πόλη Φιγκέρες. Το τηλεφώνημα τον πέτυχε καθώς έτρωγε πρωινό στην καντίνα.

Ο Κάρλες Σερεϊχό, ένας 18χρονος ρεπόρτερ που μόλις είχε ξεκινήσει να εργάζεται στην τοπική εφημερίδα El Punt Avui, έφτασε στον τόπο του συμβάντος πριν από αυτόν. Τον είχε ξυπνήσει ένας φίλος του σερβιτόρος που δούλευε στη βάρδια του πρωινού. Ντύθηκε βιαστικά και έτρεξε με τη φωτογραφική του μηχανή. «Δεν είχα ξαναδεί ποτέ πτώμα», θυμάται. «Η αστυνομία δεν απέκλειε τη σκηνή τότε. Κατάφερα να φτάσω μισό μέτρο μακριά και σκέφτηκα: Είναι στην ηλικία μου!».

Στις 8:30 π.μ., ο Γκόμεθ έφτασε με συναδέλφους. Η σκηνή παρέμενε αμετάβλητη. Ένα λεπτό λευκό κορδόνι ήταν περασμένο από ένα χαμηλό κλαδί και τυλιγμένο γύρω από τον λαιμό της κοπέλας. Τα πόδια της αιωρούνταν μόλις μισό μέτρο πάνω από το ανώμαλο έδαφος, που καλυπτόταν αραιά από θάμνους βοτάνων και τα αγκαθωτά φύλλα φραγκοσυκιών. Τα μαύρα σανδάλια της ήταν σε κοντινό σημείο, τακτοποιημένα το ένα δίπλα στο άλλο.

Έμοιαζε ξεκάθαρα με αυτοκτονία, αλλά υπήρχαν πολλά ερωτήματα. Πρώτον, πώς κατάφερε να σκαρφαλώσει στο δέντρο, να δέσει τον κόμπο και να πάρει θέση, μέσα στη νύχτα, χωρίς να αφήσει ίχνη στα πόδια ή στο σώμα της; Και κυρίως, ποια ήταν; Κανείς στην πόλη δεν την αναγνώριζε. Ούτε όμως και κάποιος από τους ξένους ταξιδιώτες που περνούσαν από το Πορτμπού δήλωσε εξαφάνιση φίλης. Δεν είχε ταυτότητα, διαβατήριο, χρήματα, πορτοφόλι ή εισιτήριο. Οι τσέπες της ήταν άδειες. Ήταν σαν να είχε σβηστεί σκόπιμα η ταυτότητά της.

Κι όμως, υπήρχε κάτι εντυπωσιακό στη σκηνή, ξεκινώντας από τη σχεδόν αγγελική όψη που κάποιοι διέκριναν στο πρόσωπο της υγιούς, καθαρής κοπέλας. «Η σκηνή ήταν τόσο θεατρική. Άφησε βαθιά εντύπωση», είπε ο Σερεϊχό. Ύστερα από μια ώρα περίπου, κάποιος τοποθέτησε ένα ροζ πανί στο κεφάλι της, που κρεμόταν σαν νυφικό πέπλο. Αν δεν ήταν τόσο φριχτό το θέαμα, η σύνθεση ίσως να θεωρούνταν όμορφη – με την κοπέλα καλυμμένη να κοιτά προς τον κόλπο, πλαισιωμένη από πεύκα.

Αργότερα εκείνο το πρωινό, το σώμα της κοπέλας κατέβηκε από το πεύκο και μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο νεκροτομείο του κοιμητηρίου της Φιγκέρες. Ο ιατροδικαστής Ροχέλιο Λακάθι παρέλαβε το σώμα. Δεν βρήκε λόγο να αμφισβητήσει το συμπέρασμα του ανακριτή που έκρινε τον θάνατο ως αυτοκτονία. Δεν υπήρχαν σημάδια βίας, πέρα από το ίχνος που άφησε το κορδόνι στον λαιμό της.

Ο Λακάθι διενήργησε νεκροψία που επιβεβαίωσε ότι ο θάνατος προήλθε από απαγχονισμό. Δεν έκανε αιματολογικές εξετάσεις για ηρεμιστικά ή άλλες ουσίες. Η κοπέλα, που φαινόταν να ήταν στα τέλη της εφηβείας ή στις αρχές των 20 χρόνων της, έδειχνε να είναι σε καλή υγεία πριν τον θάνατό της. Εκτός από ελαφρύ μαύρισμα, το δέρμα της ήταν ωχρό. «Ήταν προφανώς από κάπου βόρεια της Ισπανίας», θυμάται ο Λακάθι. Φωτογράφισε επιμελώς τα ρούχα της, που ίσως παρείχαν κάποιες ενδείξεις. Όμως οι ετικέτες από μάρκες όπως Rocky και Impuls δεν αποκάλυπταν τίποτα – θα μπορούσαν να είχαν αγοραστεί οπουδήποτε στην Ευρώπη.

Δύο μήνες πέρασαν, αλλά η ταυτότητα της κοπέλας παρέμενε μυστήριο.

Το σώμα της εξακολουθούσε να βρίσκεται στο ψυγείο του νεκροτομείου, το οποίο συχνά παρουσίαζε βλάβες λόγω διακοπών ρεύματος. Ο ιατροδικαστής Λακάθι αποφάσισε τελικά να τη μεταφέρει στο νεκροταφείο. Πρώτα την ταρίχευσε για να διασφαλίσει ότι θα παραμείνει άθικτη, σε περίπτωση που κάποιος την αναζητήσει. Τοποθετήθηκε σε μια λευκή σακούλα και μεταφέρθηκε στο νούμερο 134, σε μια από τις σειρές των τετράγωνων θυρίδων που σχηματίζουν πενταώροφα τείχη με ονόματα νεκρών. Ήταν ένας κοινόχρηστος χώρος του δήμου, προορισμένος για όσους οι οικογένειές τους δεν μπορούν να πληρώσουν για ιδιωτικό τάφο. Στην πρόσοψη γράφτηκε απλώς «NN» (No Name) – δηλαδή «χωρίς όνομα». Ο Λακάθι ήταν βέβαιος πως, αν κάποτε την έψαχνε η οικογένειά της, θα ήταν εύκολο να αναγνωριστεί.

Τα επόμενα χρόνια, τα ισπανικά μέσα ενημέρωσης επέστρεφαν κατά καιρούς στο μυστήριο. Αργότερα, η υπόθεση εμφανίστηκε σε ευρωπαϊκές ιστοσελίδες που καταγράφουν αγνοούμενους και αγνώστους νεκρούς – ένα απεγνωσμένο αποκούμπι για οικογένειες που αναζητούν αγαπημένα πρόσωπα. Οικογένειες έφτασαν από διάφορες περιοχές της Ισπανίας, της Γερμανίας και της Γαλλίας, ελπίζοντας να βρουν τις κόρες τους. Τα δακτυλικά αποτυπώματα και τα ιατρικά αρχεία απέκλεισαν όλες τις περιπτώσεις.

Το 1999, η ισπανική κυβέρνηση δημιούργησε το πρόγραμμα Fénix – μια νέα βάση DNA για αγνοούμενα άτομα. Θα έπρεπε να είχε απλοποιήσει την ταυτοποίηση της κοπέλας του Πορτμπού. Όταν όμως ο Λακάθι πήγε στο κοιμητήριο το 2001 για να πάρει δείγμα DNA, βρήκε τη θυρίδα άδεια. «Μας έκλεψαν την κοπέλα!» φώναξε στον τοπικό δικαστή, αλλά δεν υπήρχε τίποτα που να μπορούσε να κάνει. Ο νεκροθάφτης είχε τηρήσει τον κανονισμό: Μετά από δέκα χρόνια, οι σοροί μεταφέρονταν σε κοινό τάφο. Το σώμα της είχε πλέον αναμειχθεί με δεκάδες άλλα.

Στη Φιγκέρες, ελάχιστα πτώματα μένουν χωρίς ταυτοποίηση. Σε τέτοιες περιπτώσεις, σύμφωνα με τον Λακάθι, πρόκειται συνήθως για άτομα περιθωριοποιημένα – σεξεργάτριες, τοξικομανείς ή άστεγους. Η κοπέλα του Πορτμπού δεν ταίριαζε σε αυτό το προφίλ. Όπως και οι περισσότεροι που ενεπλάκησαν με την υπόθεση – αστυνομικοί, αξιωματούχοι, δημοσιογράφοι και κάτοικοι – έτσι κι εκείνος δεν την ξέχασε ποτέ. Το 2017, ο πρώην αστυνομικός και συγγραφέας Ραφαέλ Χιμένες έγραψε ένα μυθιστόρημα, φανταζόμενος την ιστορία της. Το ονόμασε «Η νύφη που κρεμάστηκε στη γη του ανέμου».

Ο Κάρλες Πόρτα, 61 ετών συγγραφέας και σκηνοθέτης, είναι ένα τηλεοπτικό φαινόμενο στην Καταλονία. Από το 2020, παρουσιάζει τη σειρά Crims στην TV3, που αφηγείται αληθινά εγκλήματα με τη βαρύτητα ενός Ισπανού Όρσον Ουέλς και οι Καταλανοί τον λατρεύουν.

Ο Πόρτα συλλέγει ιστορίες μέσω ενός δικτύου παραδοσιακών αστυνομικών ρεπόρτερ. Το 2022, η έμπειρη δημοσιογράφος Τουρά Σολέρ του υπενθύμισε την κοπέλα του Πορτμπού. Τρεις δεκαετίες μετά τον θάνατό της, παρέμενε χωρίς να έχει αναγνωριστεί. Η Σολέρ επέμενε να κρατά την υπόθεση ζωντανή, δημοσιεύοντας άρθρα κάθε χρόνο στην επέτειο του θανάτου. «Είμαι πεισματάρα», είπε. Σε μία αναφορά της εξομολογήθηκε: «Όταν έμαθα ότι θα πετάξουν τους παλιούς φακέλους του δικαστηρίου, έτρεξα να σώσω τον φάκελο της κοπέλας του Πορτμπού».

Ο Πόρτα έλκονταν από το μυστήριο. Ήλπιζε πως ένα επεισόδιο του Crims θα βοηθούσε κάποιον να τη θυμηθεί. Όμως, όσο η ομάδα του ερευνούσε, η υπόθεση πήρε άλλη τροπή. «Κανείς δεν είχε αμφισβητήσει σοβαρά την αυτοκτονία, μέχρι που μιλήσαμε με τον Λακάθι – και τότε όλα ανατράπηκαν», θυμάται ο Πόρτα.

Η ομάδα του έδειξε στον πλέον συνταξιούχο γιατρό τις φωτογραφίες από τη σκηνή του θανάτου που είχαν μείνει ξεχασμένες στον φάκελο. Ήταν η πρώτη φορά που τις έβλεπε λεπτομερώς. Ο Λακάθι σοκαρίστηκε. «Όταν τις είδα, είπα: Αυτό είναι αδύνατον», θυμάται. «Πρέπει να δέσεις το σκοινί στο κλαδί και μετά στον λαιμό σου. Πώς γίνεται αυτό, ισορροπώντας πάνω σε άλλο κλαδί μέσα στο σκοτάδι; Εκτός αν έμαθε να πετάει, κάποιος τη βοήθησε». Έγινε τόσο εμμονικός, που αναπαρέστησε τη σκηνή στο σπίτι του με ξύλα και τη σκάλα. Κατέληξε ότι δεν γίνεται η κοπέλα να είχε αυτοκτονήσει».

Όταν ο ανταποκριτής του Guardian στην Ισπανία Giles Tremlett επισκέφθηκε το Πορτμπού ένα παγωμένο απόγευμα Δεκεμβρίου, με τον διάσημα παράφρονα άνεμο τραμουντάνα να σηκώνει φύλλα στις γωνίες, ο δημοσιογράφος Ραμόν Ιγκλέσιας ανέλαβε την ξενάγησή του. Θυμήθηκε ότι στα τέλη της δεκαετίας του ’80, όταν εργαζόταν σε ανταλλακτήριο συναλλάγματος, συναντούσε τουρίστες που είχαν ναρκωθεί και ληστευτεί στα τρένα από Ιταλία και Νότια Γαλλία. Έρχονταν απελπισμένοι, ζητώντας τρόπους να λάβουν χρήματα από τις οικογένειές τους. Θα μπορούσε να είχε συμβεί κάτι τέτοιο και σε αυτή την κοπέλα;

Ο Λακάθι είχε άλλη θεωρία: Τι θα γινόταν αν κάποιος την είχε κρεμάσει – όχι ως φόνο – αλλά στο πλαίσιο ενός τελετουργικού που πήγε στραβά; Το πεύκο βρισκόταν λίγα μόλις μέτρα από το λευκό κοιμητήριο του Πορτμπού, που αγναντεύει τη θάλασσα – μια πιθανή τοποθεσία για κάποιον «τελετουργικό» συμβολισμό. Το σημαντικότερο: δεν υπήρχαν ίχνη πάλης. Δεδομένου του δύσβατου εδάφους και των στενών, απότομων σκαλοπατιών, ήταν σχεδόν αδύνατο να την ανέβασαν εκεί χωρίς να είναι λιπόθυμη ή ημιλιπόθυμη. «Ακόμη κι έτσι, θα χρειαζόταν τέσσερα ή πέντε άτομα», υποστήριξε άλλος ιατροδικαστής, ο Ναρσίς Μπαρνταλέτ, που θυμάται τη σορό στο νεκροτομείο. Επίσης, ήταν ύποπτο πως δεν υπήρχαν γρατζουνιές ή ίχνη στα νύχια και τα πόδια της – καμία ένδειξη ότι ανέβηκε σε δέντρο.

Όταν ο αστυνομικός Γκόμεθ έφτασε στο σημείο εκείνο το πρωινό του Σεπτεμβρίου του 1990, βρήκε μια παρέα Αυστριακών κατασκηνωτών να κοιμούνται σε υπνόσακους, περίπου 30 μέτρα από τη σορό. Τους ξύπνησε, τους ζήτησε ταυτότητες και τους έδειξε το πτώμα. «Τη γνωρίζετε;» τους ρώτησε. Απάντησαν πως όχι. Ήταν εξαιρετικά απίθανο να είχαν διαπράξει φόνο και μετά να κοιμηθούν τόσο κοντά. Ανακρίθηκαν και αφέθηκαν ελεύθεροι. Τρομοκρατημένοι, στριμώχτηκαν στο κόκκινο Volkswagen T3 τους και έφυγαν νότια.

Στην προσπάθειά του να λύσει το μυστήριο, ο Πόρτα ζήτησε από την ομάδα του να εντοπίσουν τους Αυστριακούς – αλλά τρεις δεκαετίες μετά το γεγονός, το μόνο άτομο που κατάφεραν να βρουν, ο Πέτερ Τράινμπενραϊφ, δεν θυμόταν πολλά πέρα από το ότι έφτασαν στο Πορτμπού πολύ αργά τη νύχτα και το τραύμα της πρωινής ανακάλυψης. Ο Πόρτα απευθύνθηκε στον αυστριακό τηλεοπτικό σταθμό ATV, ο οποίος πρόβαλε ένα σύντομο αφιέρωμα στο «κορίτσι-μυστήριο» στις 23 Απριλίου 2022. Ο Πόρτα ήλπιζε ότι αυτό θα έπειθε και τους άλλους Αυστριακούς κατασκηνωτές να εμφανιστούν.

Κατά τύχη, μια Ιταλίδα που έκανε διακοπές με συγγενείς στην Αυστρία είδε την εκπομπή. Την επόμενη μέρα έστειλε ένα email στο ATV, αναφέροντας ένα νεαρό κορίτσι από την Ιταλία, την Έβι Ράουτερ, που είχε εξαφανιστεί πριν από 30 χρόνια. «Ήταν καθαρή τύχη», είπε ο σκηνοθέτης της εκπομπής, Μπένεντικτ Μοράκ.

Την επόμενη μέρα, ο Μοράκ επικοινώνησε με την Κριστίνα Ράουτερ, ιδιοκτήτρια μιας εταιρείας που ειδικεύεται σε κινηματογραφικές τοποθεσίες στη Φλωρεντία της Ιταλίας. Η Κριστίνα οδηγούσε έναν πελάτη προς τις Άλπεις όταν χτύπησε το τηλέφωνό της. Ο Μοράκ της μίλησε στα γερμανικά, αφού οι περισσότεροι κάτοικοι του Νότιου Τιρόλου, από όπου κατάγεται η οικογένεια Ράουτερ, είναι δίγλωσσοι. «Έχετε μια αδελφή που λέγεται Έβι;» τη ρώτησε.

Η Κριστίνα, ταραγμένη και κάπως δύσπιστη, συνέχισε να οδηγεί. Στα 32 χρόνια από την εξαφάνιση της Έβι, είχε λάβει πολλές λανθασμένες πληροφορίες. Αν της έστελνε φωτογραφίες, του είπε, θα τις έβλεπε αργότερα.

Η τελευταία φορά που η Κριστίνα είδε την Έβι ήταν τη Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 1990. Η Κριστίνα, τότε 23χρονη φοιτήτρια οικονομικών, είχε φάει πρωινό με την 19χρονη αδερφή της στο διαμέρισμά της στη Φλωρεντία, προτού φύγει για τη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου. Η Έβι είχε έρθει να μείνει λίγες μέρες, στο διάστημα των διακοπών της μετά το λύκειο και πριν ξεκινήσει δουλειά σε ένα γραφείο κοντά στην πόλη τους, τη Λάνα, στην ορεινή επαρχία του Νότιου Τιρόλου. Δεν ήταν σίγουρη τι ήθελε να σπουδάσει, οπότε η δουλειά ήταν ένα διάλειμμα μέχρι να αποφασίσει. Νωρίτερα το καλοκαίρι είχε ταξιδέψει στην Ιρλανδία για δέκα μέρες με δύο φίλες της από το σχολείο.

Στη μνήμη της Κριστίνας, εκείνο το πρωινό η Έβι δεν έδειχνε τίποτα ασυνήθιστο και οι δύο αδελφές αστειεύονταν όπως πάντα. «Ήταν ήρεμη, χωρίς κανένα σημάδι λύπης ή κατάθλιψης, απλώς ήθελε να απολαύσει τις τελευταίες μέρες του καλοκαιριού», είπε. Πρόσφατα είχε βρει ένα μοβ μαγιό σε προσφορά και ξόδεψε σχεδόν όλο της το χαρτζιλίκι για να το αγοράσει. Λίγες μέρες νωρίτερα είχαν τσακωθεί για το οτοστόπ, καθώς η Έβι υποστήριζε πως ήταν ένας ωραίος τρόπος να ταξιδεύεις. Η Κριστίνα της είχε πει πως δεν ήταν κάτι κάνει μια νέα κοπέλα μόνη της. Κατά τ’ άλλα, «όλα ήταν φυσιολογικά», είπε. Πριν φύγει, της έδωσε ένα χαρτονόμισμα των 50.000 λιρέτες – περίπου 25 ευρώ – για να έχει μετρητά. Η Έβι είπε πως μπορεί να καθάριζε το διαμέρισμα ή να επισκεπτόταν τη Σιένα, τη μεσαιωνική πόλη 70 χλμ. νοτίως.

Όταν η Κριστίνα επέστρεψε το μεσημέρι, βρήκε στο τραπέζι ένα κίτρινο χαρτάκι post-it με ένα βιαστικό σημείωμα. «Είπα να πάω στη Σιένα, θα επιστρέψω αργότερα», έγραφε. Οι σταθμοί λεωφορείων και τρένων απείχαν περίπου 15 λεπτά με λεωφορείο. Υπολόγισε ότι θα χρειαζόταν γύρω στις δύο ώρες για να πάει και άλλες τόσες για να επιστρέψει. Περίμενε πως θα γυρνούσε το απόγευμα ή το βράδυ. Οι ώρες περνούσαν, η μέρα έφτασε στο τέλος της, αλλά η Έβι δεν εμφανίστηκε.

Η Έβι ήταν ψύχραιμη, οργανωμένη και φιλική. «Πολύ ευγενική», είπε η αδελφή της. «Ένα καλό παιδί». Δεν ήταν από τα άτομα που θα άλλαζαν ξαφνικά τα σχέδιά τους. Όμως η πρόσφατη εμμονή της με το οτοστόπ ανησυχούσε την Κριστίνα. Οι δύο αδελφές ήταν συνεσταλμένες και πολύ δεμένες. «Ήμασταν καλύτερες φίλες», είπε. «Αν είχε κάποιο πρόβλημα, θα μου το έλεγε».

Μέχρι τις 8 το βράδυ, η Κριστίνα είχε αρχίσει να ανησυχεί. Μέχρι τις 10 είχε ήδη πανικοβληθεί. Έμεινε πάνω από το τηλέφωνο, ελπίζοντας ότι η Έβι θα τηλεφωνούσε για να πει ότι έχασε το τελευταίο τρένο ή ότι είχε πάει κάπου αλλού. Δεν τηλεφώνησε ποτέ. Εκείνη τη νύχτα δεν κοιμήθηκε σχεδόν καθόλου, καρφώνοντας το βλέμμα στο άδειο κρεβάτι της αδερφής της. Το επόμενο πρωί, ήλπιζε ότι θα γύριζε με το πρώτο τρένο ή ότι θα χτυπούσε το τηλέφωνο. Τελικά κάλεσε τους γονείς τους στη Λάνα. Ο πατέρας τους, Χέρμαν, έμεινε ως τα χαράματα στον σιδηροδρομικό σταθμό του Μπολτσάνο, ελπίζοντας ότι η κόρη του είχε επιστρέψει σπίτι. «Τότε ξεκίνησε η ταινία τρόμου μας», είπε η Κριστίνα.

Κάλεσε νοσοκομεία στη Σιένα και τη Φλωρεντία. Η Έβι είχε αφήσει πίσω της τις τσάντες και ακόμα και τα γυαλιά ηλίου της, αλλά είχε πάρει μαζί τα κλειδιά του σπιτιού, το ρολόι Casio, την κάρτα φοιτητικού σιδηροδρομικού εισιτηρίου και την ταυτότητά της. Αν είχε συμβεί κάποιο ατύχημα, θα έπρεπε να την είχαν αναγνωρίσει. Η αστυνομία είπε στην Κριστίνα ότι έπρεπε να περιμένει 48 ώρες πριν δηλώσει την εξαφάνιση. Αντιμέτωπη με το δίλημμα αν έπρεπε να μείνει στο σπίτι ή να βγει να την ψάξει (δεν υπήρχαν κινητά τότε), έκανε ποδήλατο πανικόβλητη γύρω από τη Φλωρεντία, ελπίζοντας να τη δει στο δρόμο.

Στις 9 το επόμενο πρωί, επιτέλους κατάφερε να δηλώσει την εξαφάνιση. Έδωσε πλήρη περιγραφή: ένα νεαρό κορίτσι με πυκνά καστανά μαλλιά, που φορούσε τζιν σαλοπέτα, πράσινο πουκάμισο και ρολόι Casio. Ήταν ακριβώς η περιγραφή που, δύο χώρες και σχεδόν 600 χλμ. μακριά, η ισπανική Guardia Civil κατέγραφε για το «κορίτσι του Πορτμπού».

Η οικογένεια κόλλησε αφίσες σε όλη τη Φλωρεντία, τη Σιένα και σε σιδηροδρομικούς σταθμούς της Ιταλίας. Η Κριστίνα και οι γονείς της, Χέρμαν και Καρολίνα – μηχανικός και γραμματέας – έδωσαν συνεντεύξεις σε εφημερίδες και τηλεοπτικές εκπομπές. Στην τηλεόραση, η Κριστίνα φαινόταν ώριμη και συγκροτημένη, εξηγώντας σοβαρά γιατί η αδελφή της δεν θα εξαφανιζόταν χωρίς λόγο.

Η οικογένεια απευθυνόταν ξανά και ξανά στην αστυνομία, ζητώντας πληροφορίες. Εφημερίδες και τηλεοπτικές εκπομπές έκαναν επώδυνες εικασίες ότι η Έβι ίσως είχε φύγει με κάποιον κρυφό σύντροφο, ίσως μετανάστη. Η Κριστίνα ένιωσε προσβεβλημένη από αυτή την υπόθεση: στο σπίτι τους δεν υπήρχε λόγος να κρύβεται μια τέτοια σχέση.

Η αναζήτηση και η αναμονή τους καταρράκωσαν. Η αστυνομία έδειχνε να υποψιάζεται ότι η Έβι είχε εξαφανιστεί με τη θέλησή της. Η Κριστίνα βυθίστηκε σε έναν κόσμο εικασιών και οδύνης. Είχε παραβλέψει κάποιο σημάδι; Μήπως η Έβι είχε πέσει θύμα απαγωγής από κυκλώματα εμπορίας ανθρώπων; Είχε κάνει οτοστόπ μόνη της; Θα μπορούσε η Κριστίνα να είχε κάνει κάτι για να αποτρέψει την εξαφάνισή της; Και μετά ήρθε η ενοχή. Αναρωτιόταν αν θα έπρεπε να είχε μείνει στο σπίτι εκείνο το μοιραίο πρωινό, αντί να πάει στο πανεπιστήμιο. «Τα πρώτα δύο ή τρία χρόνια ήταν πάρα πολύ δύσκολα», είπε. Ακόμη και δεκαετίες αργότερα, η ίδια ή οι γονείς της έβλεπαν στον δρόμο κάποιο κορίτσι που έμοιαζε με την Έβι και η καρδιά τους σφιγγόταν.

Μέσα στα χρόνια, η Κριστίνα σκεφτόταν πολύπλοκα σενάρια για να διατηρεί την ελπίδα της στο «ένα τοις εκατό»: ότι η Έβι έπεσε στη θάλασσα, διασώθηκε και κατέληξε κάπου μακριά, ή ότι υπέστη αμνησία, ή ότι αποφάσισε να ξεκινήσει μια νέα ζωή σε μια μακρινή χώρα. «Ίσως να είναι στη Βραζιλία ή κάπου αλλού και μια μέρα θα επιστρέψει και ξαφνικά θα χτυπήσει το κουδούνι». Αλλά το μυαλό της της έλεγε μια τελείως διαφορετική ιστορία: «Κάτι συνέβη ανάμεσα στη Φλωρεντία και τη Σιένα. Είναι κάπου σε ένα δάσος και είναι νεκρή».

Το 2011, 21 χρόνια μετά την εξαφάνισή της, η οικογένεια υπέβαλε αίτηση για να κηρυχθεί επισήμως νεκρή η Έβι. Τον Νοέμβριο του 2012, το δικαστήριο δημοσίευσε την ανακοίνωση στην Gazzetta Ufficiale της Ιταλίας. Ήταν μια μερική μορφή λήξης, που σταμάτησε τη συνεχή ροή επιστολών – εκλογικά δελτία, υπενθυμίσεις για ιατρικές εξετάσεις και άλλα – να φτάνουν στο γραμματοκιβώτιο των γονιών της.

«Δεν ξεχνάς, φυσικά», είπε η Κριστίνα. «Αλλά πρέπει να μάθεις να ζεις με αυτό, αλλιώς θα τρελαθείς».

Καθώς οδηγούσε προς τα βουνά, η Κριστίνα προσπαθούσε να επεξεργαστεί τις πληροφορίες που της είχαν δώσει στο τηλεφώνημα. Μήπως κάποιος της έκανε ένα σκληρό αστείο; Εκείνη την ημέρα, ψηλά στις χιονισμένες Άλπεις, κατέβασε τις φωτογραφίες, στραβώνοντας τα μάτια μπροστά στη μικρή οθόνη του κινητού της και αναρωτιόταν αν είχαν υποστεί επεξεργασία. «Αναγνώρισα τα ρούχα», είπε. «Αλλά θα μπορούσε ακόμα να είναι ψεύτικες».

Της πήρε δύο μέρες για να εξετάσει σωστά τις φωτογραφίες στον υπολογιστή. Οι φωτογραφίες που είχε τραβήξει ο Λακάθι από τα ρούχα της Έβι την έπεισαν. Η μητέρα της αναγνώρισε το εσώρουχο με την επιγραφή «touch me now» στο λάστιχο. «Το είχα αγοράσει στο Λάνα», είπε. Ήταν μια επώδυνη στιγμή για την Κριστίνα.

Κοιτώντας πιο προσεκτικά τις εικόνες, η Κριστίνα παρατήρησε την έκφραση στο πρόσωπο της αδερφής της. «Μοιάζει σαν να είναι εκεί ένας άγγελος. Είναι ήρεμη, σχεδόν χαρούμενη. Είναι περίεργο, σαν να είχε πάρει ναρκωτικά». (Η ισπανική αστυνομία δεν είχε κάνει τοξικολογικές εξετάσεις το 1990. «Ίσως θα έπρεπε να είχαμε κάνει», παραδέχτηκε ο Γκόμεθ, που ακόμα πιστεύει ότι επρόκειτο για αυτοκτονία.) Και υπήρχε και το σκηνικό: «Δηλαδή, το δέντρο, η θέα, το νεκροταφείο, η στάση του σώματος, η συμμετρία», είπε η Κριστίνα. «Δεν μπορείς να το πετύχεις αυτό εκτός αν ξέρεις καλά το μέρος και σκέφτεσαι όλα αυτά. Για μένα είναι σαν σκηνή από ταινία. Δεν είναι φυσιολογικό».

Η παράξενη γαλήνη της σκηνής δεν απάλυνε καθόλου τον συναισθηματικό πόνο. «Είναι ένα μείγμα σοκ και τραγωδίας», είπε η Κριστίνα. Όμως το ότι είχαν πλέον κάποια απάντηση στο μυστήριο που τους στοίχειωνε «ήταν σημαντικό, για μένα και για τους γονείς μου».

Η ανακούφιση του να γνωρίζουν επιτέλους πού και πώς είχε πεθάνει η Έβι δηλητηριάστηκε από την εισβολή των δημοσιογράφων, που ανάγκασε τους γονείς της να φύγουν από το σπίτι τους στο Λάνα. Η υπόθεση προκάλεσε τη δημιουργία ομάδων στο Facebook και βίντεο με θεωρίες στο YouTube. Η Κριστίνα σταμάτησε να απαντάει στο τηλέφωνο.

Η αναγνώριση της ταυτότητας της «κοπέλας του Πορτμπού» έφερε στο φως νέα ερωτήματα – κυρίως: δολοφονήθηκε η Έβι; «Τώρα γνωρίζουμε το τέλος, αλλά τίποτα άλλο», είπε η Κριστίνα, η οποία πιστεύει ότι κάτι ύποπτο συνέβη. «Από την εξώπορτα του σπιτιού μου μέχρι το δέντρο, δεν γνωρίζουμε τίποτα».

Υπήρχαν πολλοί λόγοι για να υποψιαστεί κανείς φόνο. Πώς, αντί να ταξιδέψει 72 χιλιόμετρα νότια στη Σιένα, η Έβι ταξίδεψε 1.000 χιλιόμετρα βόρεια και δυτικά, περνώντας τα σύνορα της Γαλλίας και της Ισπανίας, δύο χώρες που δεν είχε επισκεφτεί ποτέ; Τι συνέβη με την ταυτότητα, τα χρήματα και την κάρτα τρένου της; Πώς, μέσα στη νύχτα, βρήκε το πεύκο και ανέβηκε τα στενά, απότομα σκαλοπάτια από σκυρόδεμα που οδηγούσαν σε αυτό; Γιατί ένα κορίτσι που μόλις είχε αγοράσει ένα νέο μαγιό, που επρόκειτο να ξεκινήσει μια νέα ζωή, να επιλέξει να δώσει τέλος στη ζωή της, με τόσο δημόσιο και δραματικό τρόπο, τόσο μακριά από το σπίτι της;

Η Έβι βρέθηκε μετά την ανατολή του ηλίου, περίπου 22 ώρες αφότου αποχαιρέτησε την αδερφή της. Χρειάζονται 10 συνεχόμενες ώρες οδήγησης από τη Φλωρεντία μέχρι το Πορτμπού, αφήνοντας ελάχιστο περιθώριο για ωτοστόπ, αν και η αδερφή της θεωρεί πως είναι μια λογική εξήγηση. Αν ταξίδευε με τρένο, η Έβι θα μπορούσε να είχε πάρει το δρομολόγιο των 13:15 από τη Φλωρεντία και να αλλάξει τρένο στην Πίζα για ένα που πήγαινε στο Πορτμπού, με άφιξη στις 5:45 π.μ. Όμως αυτό θα σήμαινε πως είχε ήδη αποφασίσει να φύγει από την Ιταλία με μόλις 55 ευρώ στην τσέπη.

Το Πορτμπού είναι μικρό: χρειάζονται μόλις 10 λεπτά για να περπατήσει κανείς από τον σιδηροδρομικό σταθμό ως το πεύκο δίπλα στο κοιμητήριο. Η Έβι θα μπορούσε να είχε φτάσει εκεί πριν την ανατολή. Αλλά τι συνέβη τότε; Μια γυναίκα από πολυκατοικία κοντά στο σημείο ισχυρίστηκε ότι άκουσε φωνές και μια κοπέλα να φωνάζει μέσα στη νύχτα. Αλλά δεν ήταν ασυνήθιστο να ακούγονται φωνές και παράξενοι ήχοι το καλοκαίρι, όταν η παραλία ήταν γεμάτη από ταξιδιώτες που έκαναν πάρτι. «Το Πορτμπού ήταν μια φιέστα κάθε βράδυ», είπε ο ιατροδικαστής Μπαρνταλέτ.

Οι Αυστριακοί που κατασκήνωναν κοντά στο πεύκο είχαν ξαπλώσει στο σκοτάδι πολύ πριν η Έβι μπορέσει να φτάσει στο σημείο από τον σταθμό. Δεν είδαν ούτε άκουσαν τίποτα μέσα στη νύχτα. Ό,τι κι αν συνέβη, το κοιμήθηκαν. Ο δημοσιογράφος του Guardian κατάφερε να μιλήσει με δύο από αυτούς. Ο Μίχαελ Φους είναι τώρα μουσικός. «Θυμάμαι αυτόν τον αστυνομικό να με ξυπνά και ύστερα να κάνει μερικά βήματα και να στέκομαι μπροστά σε αυτό το κορίτσι», είπε. «Ξαφνικά ξύπνησα τελείως».

Η παρέα ήταν κυρίως παιδικοί φίλοι και μέλη του συγκροτήματος Emerald Beyond από τη Βιέννη, που είχε φανατικό κοινό. Συχνά ταξίδευαν προς Ισπανία ή Πορτογαλία και ήξεραν ήδη το Πορτμπού, γι’ αυτό και μερικοί επέλεξαν να κοιμηθούν κοντά στο κοιμητήριο, μακριά από τον θόρυβο της παραλίας. Ήταν ένα μέρος ήσυχο, είπε ο Φους, και δύσκολο να το βρει κάποιος ξένος στο σκοτάδι.

Τον Ιούνιο του 2022, δύο μήνες αφότου ταυτοποιήθηκε η Έβι, η ιταλική αστυνομία – έπειτα από σύσταση ιατροδικαστή του δικαστηρίου – ξεκίνησε έρευνα για φόνο. Όμως τα ισπανικά δικαστήρια αρνήθηκαν να ανοίξουν ξανά την υπόθεση. Ένας φόνος στην Ισπανία, αν όντως ήταν αυτό, υπόκειται σε παραγραφή μετά από 20 χρόνια. Παρ’ όλα αυτά, η Κριστίνα δεν είχε εγκαταλείψει την ελπίδα να βρει τουλάχιστον κάποιες απαντήσεις.

Η Κριστίνα πέταξε για την Ισπανία στις 11 Μαΐου 2022, λιγότερο από τρεις εβδομάδες αφότου έλαβε το τηλεφώνημα που έλυσε – εν μέρει – το μυστήριο της εξαφάνισης της Έβι. Οι δημοσιογράφοι της ομάδας του Πόρτα την πήγαν στο Πορτμπού για να δει αυτό που σύντομα αποκάλεσε «το αποκρουστικό πεύκο», πολεμώντας αντικρουόμενα συναισθήματα φρίκης και περιέργειας. Συνάντησε τον Λακάθι, τον Γκόμεθ και άλλους που είχαν εμπλακεί στην υπόθεση. Στα βίντεο των συναντήσεων φαίνεται σαστισμένη και πονεμένη.

«Όταν είδατε το σώμα να κρέμεται εκεί σαν σακί, τι εντύπωση σας έδωσε; Σας φάνηκε φυσικό;» ρώτησε τον Γκόμεθ. «Δεν υπήρχε ένδειξη ότι είχε δεχθεί επίθεση», απάντησε εκείνος.

Σχεδόν δύο χρόνια αργότερα, τον Ιανουάριο του 2024, η Κριστίνα επέστρεψε ιδιωτικά στο Πορτμπού. Χωρίς παρέα ή κάμερες, ήθελε να «νιώσει τα συναισθήματα» του να βρίσκεται εκεί. Περπατώντας στην πόλη, τη βρήκε σαν να έχει μείνει παγωμένη στον χρόνο, γεμάτη κλειστά καταστήματα με πινακίδες της δεκαετίας του ’90 που είχαν κλείσει μετά την εφαρμογή της συμφωνίας Σένγκεν και την κατάργηση των εσωτερικών συνόρων της ΕΕ. Μια νέα σιδηροδρομική γραμμή υψηλής ταχύτητας που παρέκαμπτε την πόλη έδωσε το τελειωτικό χτύπημα το 2010. Ο τεράστιος σιδηροδρομικός σταθμός ήταν άδειος, λίγοι κυκλοφορούσαν στους δρόμους και τα παλιά αρχοντικά των τελωνειακών υπαλλήλων ρήμαζαν. «Φαίνεται πως όταν πήγε εκεί η Έβι, πέθανε και η πόλη», είπε.

Η Κριστίνα αποφάσισε να ζητήσει άδεια να σκάψει στον κοινό τάφο του κοιμητηρίου του Φιγκέρες για να βρει τα λείψανα της αδελφής της. Επειδή η Έβι είχε ταριχευθεί, το σώμα θα έπρεπε να είναι ακέραιο και εύκολο να βρεθεί – αν ήξεραν περίπου πού είχε τοποθετηθεί. Η Κριστίνα ήθελε πάνω απ’ όλα να φέρει την αδελφή της στο σπίτι για μια σωστή ταφή, αλλά ήλπιζε κρυφά ότι ίσως βρεθούν κι άλλες ενδείξεις αν ανασκαφεί το σώμα της Έβι.

Χρειάστηκαν μήνες για να ξεπεράσει τη γραφειοκρατία της Ισπανίας. Οι ημερομηνίες καθορίζονταν και έπειτα αναβάλλονταν. Εν τω μεταξύ, η ιταλική έρευνα δεν έβγαλε κάτι νέο και έκλεισε. «Το λένε έγκλημα χωρίς ύποπτο», είπε η Κριστίνα.

Τελικά, ήρθε η άδεια για την εκταφή. Τον Δεκέμβριο του περασμένου έτους, ο δημοσιογράφος του Guardian στάθηκε δίπλα στην Κριστίνα στο παγωμένο κοιμητήριο, καθώς έπεφτε ψιλόβροχο και ένας μικρός κόκκινος εκσκαφέας άρχισε να σκάβει σωρούς από χώμα. Ο δήμος Φιγκέρες είχε κλείσει το κοιμητήριο για δύο ημέρες. Αστυνομία φύλαγε την πύλη. Εκεί ήταν ο Λακάθι, ο Γκόμεθ, ο ιατροδικαστής Μπαρνταλέτ, άλλοι γιατροί και οι δημοσιογράφοι Τούρα Σολέρ και Κάρλες Πόρτα, των οποίων η ομάδα τραβούσε πλάνα με drone. Ο Μπαρνταλέτ, φορώντας καπέλο, μωβ γάντια και κρατώντας ομπρέλα, ήταν υπεύθυνος, μαζί με έναν αρχαιολόγο. Ένα μικρό πούρο κρεμόταν από τα χείλη του.

Το σημείο που έπρεπε να σκάψουν το υπέδειξε ο νεκροθάφτης, που είχε πάρει τη θέση από τον πατέρα του. Όμως το Φιγκέρες δεν έχει έναν ενιαίο κοινό τάφο. Υπάρχουν αρκετοί λάκκοι διάσπαρτοι σε γρασίδι. «Θα χρειαστεί να τα σκάψουν όλα», είπε ο Λακάθι.

Μία ώρα μετά την έναρξη του σκαψίματος, υπήρξε αναστάτωση καθώς ανακαλύφθηκαν τα πρώτα οστά. Όμως, στο διάλειμμα για φαγητό, ο Μπαρνταλέτ είπε πως επρόκειτο για υπολείμματα από πολλά σώματα – κανένα δεν ήταν της Έβι. Ένα ταριχευμένο σώμα θα ήταν ακέραιο και μέσα στη λευκή του σακούλα.

Ξαναέσκαψαν το απόγευμα και την επόμενη μέρα. Μέσα στο παγωμένο ψιλόβροχο, οι παρευρισκόμενοι κουνούσαν ανήσυχα τα πόδια ή έφευγαν για καφέ. Σιγά σιγά, ο εκσκαφέας έκανε τον λάκκο τεράστιο. Κομμάτια από περίπου 200 σκελετούς τοποθετήθηκαν σε κουτιά – αλλά το σώμα που έψαχναν δεν εμφανίστηκε ποτέ. Το μυστήριο της Έβι δεν είχε απλώς θαφτεί μαζί της: τώρα έλειπε και ο ίδιος ο τάφος. «Ήταν πάντα σαν αυτό το κορίτσι να είναι λίγο πιο πέρα από την εμβέλειά μας», είπε ο Μπαρνταλέτ.

Η Κριστίνα ήταν οργισμένη για τα πολλά λάθη. Την ημέρα που βρέθηκε η Έβι, δεν πήγε κανένας ιατροδικαστής στη σκηνή. Οι φωτογραφίες δεν είχαν φτάσει ποτέ στον Λακάθι. Το ρολόι και τα παπούτσια της Έβι – που ίσως έδιναν στοιχεία – είχαν εξαφανιστεί, όπως και το σχοινί γύρω από τον λαιμό της. Δεν είχε ληφθεί DNA. Και τώρα είχε χαθεί και το σώμα της. «Όλα μοιάζουν απίστευτα», είπε.

Η Κριστίνα δεν είχε πει στους γονείς της ότι είχε επιστρέψει στο Φιγκέρες. Δεν ήθελε να τους ανησυχήσει. Τελικά τους το είπε τα Χριστούγεννα, λέγοντας πως για την οικογένεια, πλέον, το θέμα έκλεισε. Κι όμως, εξακολουθούσε να ελπίζει ότι κάποιος, κάπου, ίσως αποκαλύψει την αλήθεια – ίσως κάποιος που είχε συναντήσει την Έβι στο ταξίδι της, με τρένο ή με οτοστόπ. «Ίσως, πριν πεθάνουν, νιώσουν την ανάγκη να πουν κάτι», είπε.

Ο νεότερος από τους παρευρισκόμενους στο κοιμητήριο ήταν ο δήμαρχος του Πορτμπού, Γκαέλ Ροδρίγκεζ, 20 ετών και μέλος του σοσιαλιστικού κόμματος. Εκλέχτηκε το 2023 ενώ σπούδαζε νομική και δούλευε στο μπαρ των γονιών του. Μετά την προβολή της ιστορίας της Έβι στην εκπομπή του Πόρτα, η πόλη άρχισε να δέχεται επισκέπτες που αναζητούσαν το πεύκο. «Με ρωτούσαν συνεχώς πού είναι», είπε ο Ροδρίγκεζ.

Πλέον ήταν πιο ελκυστικό κι από το μνημείο για τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, τον Εβραίο φιλόσοφο που διέφυγε από τη ναζιστική Γερμανία και πέθανε στο Πορτμπού. (Ο θάνατός του το 1940 θεωρήθηκε αρχικά αυτοκτονία. Τα τελευταία χρόνια, κάποιοι πιστεύουν πως μπορεί να δολοφονήθηκε).

Οι νέοι αυτοί τουρίστες δεν έμειναν απλώς θεατές του μακάβριου μυστηρίου. Μετέτρεψαν το σημείο όπου βρέθηκε η Έβι σε μνημείο. Στο σημείο, υπάρχαν κεριά και λουλούδια στη βάση του πεύκου. «Αυτό είναι μνημείο για την Έβι Ράουτερ», έγραφε μια ζωγραφισμένη πινακίδα. «Και για όλους εκείνους που δεν έχουν όνομα».

Πριν αναχωρήσει για τη Φλωρεντία, η Κριστίνα συμφώνησε με τον Ροδρίγκεζ να φτιαχτεί ένα κανονικό γλυπτό στο κοιμητήριο του Πορτμπού. Και αυτό θα τιμήσει όχι μόνο την Έβι, αλλά και τους ανώνυμους νεκρούς.

Με πληροφορίες από Guardian