Μεγέθυνση κειμένου
Πώς φτάσαμε στο σημείο ένας λαϊκιστής, ακραία διχαστικός επιχειρηματίας να «ξυπνήσει» το ενδιαφέρον του αμερικανικού λαού για την πολιτική
Ψυχοπαθής, υπονομευτής του πολιτειακού συστήματος, εκπρόσωπος της «λευκής υπεροχής», υποκινητής της βίας και του ρατσιστικού μίσους, φανατικός ψεύτης, αλλά και δικτάτορας – ό,τι και να υποστηρίζουν οι πολιτικοί αντίπαλοι του υποψήφιου με τους Ρεπουμπλικάνους για τις αμερικανικές εκλογές, Ντόναλντ Τραμπ (Donald Trump), η αλήθεια είναι μία: Αυτός ο άνθρωπος, είτε απλώς σε εκνευρίζει, είτε σε βγάζει εντελώς «από τα ρούχα σου» – γιατί άλλη επιλογή δεν υπάρχει – δεν περνά ποτέ απαρατήρητος.
Ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα με την επίσημη ανακοίνωση της υποψηφιότητάς του για την προεδρία των ΗΠΑ το 2015, αν και είχε εκφράσει ενδιαφέρον για την πολιτική πολύ νωρίτερα – ήδη από τη δεκαετία του ‘90 – αλλά ανέλαβε επίσημα πολιτικό αξίωμα το 2016 και από την πρώτη στιγμή, «ξύπνησε μεγάλα πάθη» καθώς αυτοπροσδιορίστηκε ως ο «μεγάλος επαναστάτης» που θα ρίξει ιδρώτα για να ενισχύσει την αμερικανική οικονομία και θα επαναφέρει τις ΗΠΑ σε θέση ισχύος στην παγκόσμια σκηνή.
Την περίοδο εκείνη, μάλιστα, η εκστρατεία του χαρακτηρίστηκε από αμφιλεγόμενες δηλώσεις, όπως η υπόσχεση να χτίσει το τείχος ανάμεσα σε Μεξικό και ΗΠΑ για να αποτρέψει την παράνομη μετανάστευση, καθώς και η ευθεία επίθεση σε όσους διαχειρίζονταν μέχρι εκείνη τη στιγμή την εξωτερική πολιτική της χώρας, τους οποίους χαρακτήριζε «ανίκανους» και «αποτυχημένους».
Επενδύοντας στους παραμελημένους πολίτες
Με την έντονη προσωπικότητά του και χρησιμοποιώντας σκληρή γλώσσα, ο Τραμπ «άγγιξε» ένα μεγάλο μέρος της αμερικανικής κοινωνίας που ως τότε αδιαφορούσε για την πολιτική, αναγκάζοντας τους πολιτικούς του αντιπάλους να «πάρουν θέση μάχης».
Ως έμπειρος επιχειρηματίας και μεγάλη τηλεοπτική προσωπικότητα, γνώριζε – από την πρώτη στιγμή – πως θα έπρεπε να ξεφύγει από τις παραδοσιακές πολιτικές νόρμες και στράφηκε στην αντισυμβατική ρητορική, με υπερβολικές και συχνά ανατρεπτικές δηλώσεις που, αν μη τι άλλο, προκαλούσαν μεγάλες συζητήσεις, εστιάζοντας κυρίως σε όσους Αμερικανούς ένιωθαν πως οι παραδοσιακοί πολιτικοί δεν τους εκπροσωπούσαν.
Συγκεκριμένα, ο Τραμπ έστρεψε το ενδιαφέρον του στις αγροτικές και βιομηχανικές περιοχές, όπου οι Αμερικανοί εργαζόμενοι αισθάνονταν παραγκωνισμένοι, αλλά και στους ακροδεξιους σε πολιτείες-κλειδιά – που αναμένεται να καθορίσουν το αποτέλεσμα των σημερινών εκλογών – όπως το Ουισκόνσιν, το Μίσιγκαν και η Πενσιλβάνια, όπου η Κάμαλα Χάρις επιχείρησε νωρίτερα να τραβήξει το ενδιαφέρον, εστιάζοντας στους νέους, πάντα με τη βοήθεια δημοφιλών καλλιτεχνών, όπως η Lady Gaga και ο Ricky Martin.
Οι έντονες αντιπαραθέσεις γύρω από τη ρητορική του, όπως τα σχόλια για τους μετανάστες, τις μειονότητες ή άλλες κοινωνικές ομάδες, ενίσχυσαν την αίσθηση ότι οι αποφάσεις των πολιτικών επηρεάζουν άμεσα την καθημερινότητα.
Επίθεση στην πολιτική ελίτ
Επενδύοντας στο αφήγημα ότι ήταν εκτός του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος και επικοινωνώντας άμεσα μέσω των social media, όπως η πλατφόρμα X, «άγγιξε» όσους ένιωθαν ότι θα μπορούσαν για πρώτη φορά να διεκδικήσουν πράγματα, ενώ η επίθεση που άρχισε να εξαπολύει στους «επαγγελματίες πολιτικούς» που ήταν, για εκείνον, συνώνυμο της «διαφθοράς», ενίσχυσε ακόμη περισσότερο την εκλογική του δύναμη.
Παράλληλα, μπήκε στη διαδικασία να αμφισβητήσει τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης, αναπτύσσοντας μία ιδιαίτερα έντονη στάση απέναντί τους, χρησιμοποιώντας συχνά τη λέξη “Fake News”.
Η επιμονή του αυτή έκανε πολλούς Αμερικανούς να επιβεβαιώσουν την αίσθηση, που ήδη είχαν, πως οι ενημερωτικές πηγές που είχαν μέχρι τότε ήταν μεροληπτικές ή παραπλανητικές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, ορισμένοι να στραφούν σε εναλλακτικά μέσα ενημέρωσης ή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Εξάλλου, από την πρώτη κιόλας στιγμή, ο Τραμπ γνώριζε καλά πως ο διχασμός και η ένταση στην πολιτική ζωή θα «δούλευαν» υπέρ του. Έτσι, όλες οι πολιτικές του εξαγγελίες και οι ενέργειες οδηγούσαν σε ακραία πολιτική πόλωση, με τις συνεχείς αντιπαραθέσεις να «αναγκάζουν» τον αμερικανικό λαό να παίρνει θέση – είτε υπέρ είτε κατά του.
Αύξηση στα ποσοστά συμμετοχής
Το γεγονός ότι ο Τραμπ ήταν συνεχώς στο προσκήνιο, είτε με θετικό είτε με αρνητικό τρόπο, συνέβαλε στο να αυξηθεί το ενδιαφέρον των Αμερικανών για τις πολιτικές εξελίξεις. Μάλιστα, από τη στιγμή που εισήλθε στην πολιτική σκηνή το 2015 και εκλέχθηκε τελικά πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, το 2016, παρατηρήθηκαν σημαντικές αλλαγές στην πολιτική συμπεριφορά των Αμερικανών, και αυτό φαίνεται ξεκάθαρα και στα ποσοστά συμμετοχής στις εκλογικές αναμετρήσεις.
Ενώ πριν το 2016 η εκλογική συμμετοχή στις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ ήταν σχετικά χαμηλή, αυξήθηκε σημαντικά στις εκλογές του 2016 και του 2020, κάτι που θα μπορούσε σαφέστατα να αποδοθεί και στην εμφάνιση του Τραμπ στην πολιτική σκηνή: Από το 58,2% το 2012 όταν ακόμα διεκδικούσαν το αξίωμα του Αμερικανού προέδρου ο Μπάρακ Ομπάμα με τους Δημοκρατικούς και ο Ρεπουμπλικανός Μιτ Ρόμνεϊ, το 2016 αυξήθηκε σε 60,1% (Ντόναλντ Τραμπ και Χίλαρι Κλίντον), το 2020 σε 66,8% (Ντόναλντ Τραμπ και Τζο Μπάιντεν), ενώ οι εκτιμήσεις για την τρέχουσα εκλογική αναμέτρηση αναφέρουν πως περίπου 160-165 εκατομμύρια Αμερικανοί ψηφοφόροι ενδεχομένως να προσέλθουν στις κάλπες, με το ποσοστό να αγγίζει το 67-68% του εκλογικού σώματος.
Μάχη σώμα με σώμα
Η εμφάνιση του Τραμπ στην πολιτική σκηνή – από κάποια στιγμή και μετά – ταρακούνησε συθέμελα και τους πολιτικούς του αντιπάλους. Από την αποδοκιμασία και την υποτίμηση το 2015-2016, με τους πολιτικούς αναλυτές να μιλούν για μία «απλώς θεατρική» και «χωρίς καμία σοβαρότητα» υποψηφιότητα για το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων αναδείχθηκε σε εξαιρετικά επικίνδυνο αντίπαλο, τόσο για τον ηλικιωμένο και με βεβαρημένη υγεία Μπάιντεν, όσο και για την πολλά υποσχόμενη Χάρις.
Ωστόσο, τον Τραμπ αρχικά υποτίμησαν και από το κόμμα των Ρεπουμπλικάνων: Από τον Τζεμπ Μπους, πρώην κυβερνήτη της Φλόριντα και αδελφό του πρώην προέδρου Τζορτζ Μπους, που τον είχε αποκαλέσει «καρικατούρα», και τον επίσης υποψήφιο για το χρίσμα, Μάρκο Ρούμπιο, που τον έλεγε «ψεύτη» και «απατεώνα», τελικά επικράτησε φόβος και ανησυχία, αφού έβλεπαν να απειλούνται από έναν άνθρωπο που μέχρι πριν λίγο καιρό θεωρούσαν «αστείο».
Από την πλευρά των Ρεπουμπλικάνων, υπήρχε φόβος για το αν η παρουσία του Τραμπ στην εξουσία θα προκαλούσε πολιτική διάσπαση εντός του κόμματος, με τους πιο παραδοσιακούς, όπως οι Ρόμνεϊ και Τζον Μακέιν, να είναι σκεπτικοί και να προειδοποιούν για τους κινδύνους του εθνικιστικού και αυταρχικού του λόγου.
Οι Δημοκρατικοί, πάλι, αντέδρασαν με έντονη ανησυχία για το μέλλον της αμερικανικής δημοκρατίας και των θεσμών, ιδιαίτερα μετά την επίθεση στο Καπιτώλιο, τον Ιανουάριο του 2021, όταν υποστηρικτές του τότε προέδρου Τραμπ εισέβαλαν στο κτήριο, διαταράσσοντας τη συνεδρίαση του Κογκρέσου για την επικύρωση των αποτελεσμάτων των προεδρικών εκλογών του 2020, στις οποίες νικητής ήταν ο Μπάιντεν.
Διαβασε ακομα
Τι διακυβεύεται την Τρίτη; Ο πλανήτηςΚαι κάπως έτσι, ένας αστείος «τσαρλατάνος» που αρέσκεται να προκαλεί το απόλυτο χάος με τις δηλώσεις του έχει κάνει όλο τον πλανήτη να παρακολουθεί με τρόμο τις σημερινές αμερικανικές εκλογές, σταυρώνοντας τα δάχτυλά μας πως οι προβλέψεις των στοιχηματικών εταιρειών που τον θέλουν αδιαμφισβήτητο νικητή, θα πέσουν έξω…