Πηγή: Wikimedia Commons
Μεγέθυνση κειμένου
Στα παγωμένα νερά του Βόρειου Ατλαντικού, όχι μία, ούτε δύο, αλλά τρεις φορές, συγκρούστηκαν η ναυτική υπερδύναμη Μεγάλη Βρετανία, και ένα κράτος χωρίς στρατό, η Ισλανδία. Και τις τρεις φορές η Ισλανδία βγήκε νικήτρια. Όλα αυτά συνέβησαν για τον μπακαλιάρο και τα δικαιώματα αλιείας του
Δεν υπήρξαν εισβολές, βομβαρδισμοί ή επίσημη κήρυξη πολέμου. Όμως υπήρξαν σκληρές συγκρούσεις στα μέσα του 20ου αιώνα, για την εκμετάλλευση πολύτιμων πόρων. Οι συγκρούσεις αυτές, τρεις συνολικά, έμειναν στην ιστορία ως οι πόλεμοι του μπακαλιάρου, αφού στο επίκεντρο ήταν η αλιεία του συγκεκριμένου ψαριού, κι έλαβαν χώρα μεταξύ των δεκαετιών του 1950 και του 1970.
Αντιμαχόμενες πλευρές ήταν η Μεγάλη Βρετανία και η Ισλανδία, κι «έπαθλο» ήταν τα δικαιώματα αλιείας στα ισλανδικά ύδατα. Παρά τις διαφορές των δύο χωρών σε μέγεθος, πληθυσμό και πόρους, η μικροσκοπική Ισλανδία-μία από τις ελάχιστες χώρες στον πλανήτη που δεν διαθέτει στρατό- κέρδιζε κάθε φορά κι αναδείχθηκε νικήτρια στη σύγκρουση για τη διασφάλιση των χωρικών της υδάτων.
Όλα ξεκίνησαν την 1η Σεπτεμβρίου 1958, όταν η Ισλανδία επέκτεινε τα όρια αλιείας της στον βόρειο Ατλαντικό από τέσσερα σε 12 ναυτικά μίλια από την ακτή.
Σε αυτό το σημείο να ανοίξουμε μια παρένθεση και να θυμίσουμε, ότι τόσο κατά τον Α’ όσο και κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στα ύδατα γύρω από την Ισλανδία δεν σημειώθηκαν πολεμικές συρράξεις.
Όμως μετά τη λήξη του Πολέμου η εκτεταμένη αλιεία άλλων χωρών (κυρίως της Μεγάλης Βρετανίας) στα ύδατα που η Ισλανδία θεωρούσε δικά της, οδήγησε στη μείωση των αλιευμάτων για τους Ισλανδούς ψαράδες, το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού της χώρας δηλαδή και το οποίο βιοπορίζονταν από το ψάρεμα.
Έτσι το 1949 η Ισλανδία προχώρησε στη λήψη μέτρων για τον περιορισμό της υπερ-αλίευσης. Στο πλαίσιο αυτό απαγόρευε σε ξένα σκάφη να αλιεύουν, σε αυτά που θεωρούσε δικά της χωρικά ύδατα.
Οι κυβερνήσεις της Βρετανίας, της Γαλλίας, του Βελγίου και της τότε Δυτικής Γερμανίας διαμαρτυρήθηκαν για τη ρύθμιση, αλλά σε γενικές γραμμές απέφυγαν τις εντάσεις και η απαγόρευση παρέμεινε de facto μέχρι το 1956.
Η Ισλανδία επωφελήθηκε, αύξησε σημαντικά την παραγωγή της σε τόνους ψαριών και εξήγε σημαντικές ποσότητες στις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ένωση. Ακόμα και στη Βρετανία εξήγε μεγάλες ποσότητες φρέσκων ψαριών.
Η παρένθεση κλείνει κι επιστρέφουμε στην 1η Σεπτεμβρίου του 1958, με τα βρετανικά σκάφη να αρνούνται να απομακρυνθούν από τη νέα αλιευτική ζώνη, κι έτσι δημιουργήθηκαν αντιπαραθέσεις με τα ισλανδικά αλιευτικά πληρώματα και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα…
Εμβολίστηκαν σκάφη, έπεσαν πυροβολισμοί και πολεμικά πλοία του Βασιλικού Ναυτικού αναπτύχθηκαν για να προστατεύσουν τις βρετανικές μηχανότρατες. Τα περιστατικά, όλα αναίμακτα, διήρκησαν σχεδόν δυόμιση μήνες. Σε αυτά ενεπλάκησαν 53 πολεμικά βρετανικά σκάφη, και επτά περιπολικά σκάφη της ακτοφυλακής της Ισλανδίας.
Τελικά, στις 12 Νοεμβρίου 1958 οι δύο πλευρές κατέληξαν σε ένα είδος συμφωνίας, που επέτρεπε στους Βρετανούς να αλιεύουν σε συγκεκριμένες ζώνες, από τα 6 ως τα 12 μίλια.
Επίσης εξέδωσαν κοινή ανακοίνωση με τον οποία παρέπεμπαν το ζήτημα του ορισμού των χωρικών υδάτων στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Καθώς τα παγκόσμια αποθέματα των ψαριών μειώνονταν δραστικά, η Ισλανδία κήρυξε μια Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, που ξεπερνούσε τα χωρικά της ύδατα και παράλληλα ενίσχυσε τις ποσοστώσεις που είχε θέσει στις γειτονικές της χώρες.
Αυτό έγινε γνωστό ως ο πρώτος πόλεμος του μπακαλιάρου – μια φράση που επινοήθηκε από την Fleet Street τον Σεπτέμβριο του 1958 – με τις διαφωνίες να συνεχίζονται, καθώς η Ισλανδία επέκτεινε τη ζώνη της στα 50 μίλια το 1973 και το 1976 σε όριο 200 μιλίων. Σε κάθε φάση αυξανόταν ο αριθμός των περιστατικών εμβολισμού και κοπής διχτυών.
Ο δεύτερος πόλεμος του μπακαλιάρου ξεκίνησε το 1972 όταν η Ισλανδία ανακοίνωσε ότι επέκτεινε τη τη ζώνη επιτρεπόμενης αλιείας της στα 50 μίλια. Και πάλι αρκετά βρετανικά (αλλά και δυτικογερμανικά) σκάφη αγνόησαν την απαγόρευση και εξακολουθούσαν να αλιεύουν σε αυτά τα ύδατα -που τα θεωρούσαν διεθνή και όχι ισλανδικά.
Τους επόμενους μήνες, η ισλανδική ακτοφυλακή χρησιμοποιούσε μεγάλα ψαλίδια με τα οποία έκοβε τα δίχτυα των ξένων σκαφών, απελευθερώνοντας ταυτόχρονα στη θάλασσα τα αλιεύματα που είχαν πιάσει.
Μόνο στις 18 Ιανουαρίου 1973, αυτό έγινε σε 18 ξένες μηχανότρατες. Την επομένη, οι Βρετανοί έστειλαν ρυμουλκά πλοία προς ενίσχυση της άμυνας των αλιευτικών τους.
Το 1973 ήταν η πιο δραματική στιγμή του πολέμου του μπακαλιάρου, για τη μεν Βρετανία το ζήτημα ήταν οι θέσεις εργασίας στο Humberside, αλλά για την Ισλανδία ήταν ζήτημα εθνικής επιβίωσης. Πριν από οποιονδήποτε άλλον, οι Ισλανδοί συνειδητοποίησαν τι τρομερό πρόβλημα θα προκαλούσε η υπεραλίευση.
Για μια χώρα με πληθυσμό 250.000 κατοίκων όπου κάνει πολύ κρύο για να καλλιεργηθεί πχ καλαμπόκι, η αλιεία ήταν και είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της οικονομίας.
Μετά από σειρά διαπραγματεύσεων εντός του NATO και αφού η ισλανδική κυβέρνηση απειλούσε με αποχώρηση από τη Βορειοατλαντική Συμμαχία, στις 8 Νοεμβρίου 1973 επιτεύχθηκε συμφωνία που επέτρεπε -όπως το 1958- στους Βρετανούς να αλιεύουν σε συγκεκριμένες ζώνες, εντός των 50 μιλίων.
Η συμφωνία πρόβλεπε και ανώτατο όριο αλιευμάτων για τους Βρετανούς τους 130.000 τόνους ετησίως. Όταν όμως έληξε η διετής διάρκειά της, το Νοέμβριο του 1975, προκλήθηκε ο Γ΄ Πόλεμος του Μπακαλιάρου.
Η αιτία ήταν η νέα μονομερής επέκταση των χωρικών υδάτων της Ισλανδίας στα 200 ναυτικά μίλια από τις ακτές της.
Η βρετανική κυβέρνηση δεν αναγνώρισε την πράξη αυτή και έτσι συνέβησαν και πάλι περιστατικά εμπλοκής ανάμεσα σε σκάφη των δύο χωρών, αυτή τη φορά σε μεγαλύτερη έκταση και ισχυρότερη ένταση από τις δυο προηγούμενες.
Η ισλανδική ακτοφυλακή εξακολουθούσε να κόβει τα δίχτυα σε βρετανικά αλιευτικά, ενώ το βρετανικό ναυτικό, ενισχυμένο πλέον και με φρεγάτες διεμβόλιζε ισλανδικά σκάφη, συχνά προκαλώντας τη βύθισή τους.
Το βίαιο φινάλε του πολέμου του μπακαλιάρου
Ένα από τα μεγαλύτερα γεγονότα της σύγκρουσης έλαβε χώρα τον Δεκέμβριο του 1975. Το σκάφος της ισλανδικής ακτοφυλακής, V/s Þór, ανακάλυψε τρεις βρετανικές μηχανότρατες να προστατεύονται από μια σφοδρή καταιγίδα. Όταν δόθηκε εντολή να αποχωρήσουν, οι μηχανότρατες φάνηκαν να συμμορφώνονται.
Αλλά μετά από λίγα μόνο μίλια, τα πλοία άρχισαν να στρίβουν σκόπιμα προς το ισλανδικό πλοίο. Οι Ισλανδοί απάντησαν ρίχνοντας άσφαιρα και στη συνέχεια αληθινά πυρά. Ακόμα κι έτσι, το V/s Þór αναγκάστηκε να εκτραπεί στο Loðmundarfjörður για επισκευές. Μετά από αυτή τη βίαιη σύγκρουση, το πλοίο βρισκόταν επικίνδυνα κοντά στη βύθιση.
Σε απάντηση, το Βασιλικό Ναυτικό ανέπτυξε 22 φρεγάτες και επτά πλοία ανεφοδιασμού. Αλλά ακόμη και μπροστά σε τέτοιες αντιξοότητες, οι Ισλανδοί συνέχισαν να πολεμούν. Μέχρι το τέλος του πολέμου, καταγράφηκαν συνολικά 55 περιστατικά εμβολισμού.
Τον Φεβρουάριο του 1976, η Ισλανδία έλαβε την απόφαση να τερματίσει τις διπλωματικές σχέσεις με το Ηνωμένο Βασίλειο. Η κυβέρνηση της Ισλανδίας άφησε επίσης έντονα να εννοηθεί ότι θα αποχωρούσε από το ΝΑΤΟ και θα έκλεινε τη στρατιωτική βάση του NATO στο Κεφλαβίκ, κίνηση που θα δυσχέραινε σημαντικά την αμυντική ικανότητα του ΝΑΤΟ στον Ατλαντικό, έναντι της Σοβιετικής Ένωσης.
Τελικά, αυτή η απειλή θα έκρινε την έκβαση του πολέμου. Καθώς οι Αμερικανοί πίεζαν τους Βρετανούς να τερματίσουν τη σύγκρουση, η Ισλανδία θα ήταν αυτή που, για άλλη μια φορά, θα έβγαινε νικήτρια.
Η βρετανική κυβέρνηση αποδέχθηκε να υποχρεώσει τα αλιευτικά της σκάφη να παραμένουν εκτός των 200 ναυτικών μιλίων, με εξαίρεση μόνον 24 πλοιαρίων το χρόνο στην αμφισβητούμενη περιοχή.
Το 1975 οι ξένοι στόλοι αλίευαν πάνω από 100.000 τόνους μπακαλιάρου ετησίως στα ανοικτά της Ισλανδίας, το ένα τρίτο του συνόλου. Τότε δεν ήταν δυνατός κανένας έλεγχος για τη διαχείριση των ψαριών, αλλά μόλις οι ξένες μηχανότρατες εκδιώχθηκαν το 1976, η Ισλανδία ήταν υπεύθυνη για τις θάλασσές της εντός ενός ορίου 200 μιλίων. Ωστόσο, η ζωή από τότε κάθε άλλο παρά εύκολη ήταν.
Φτάνοντας στο σήμερα, το θέμα δεν έχει διευθετηθεί επίσημα. Όμως μετά τα γεγονότα του 1975, και παρότι δεν έχει υπογραφεί συγκεκριμένη συμφωνία, η Βρετανία φαίνεται ότι τηρεί τη δέσμευση που ανέλαβε το 1973, αν και κατά καιρούς σημειώνονται περιστατικά ελάσσονος ναυτικής εμπλοκής.
Το βέβαιο είναι πως οι πόλεμοι του μπακαλιάρου είχαν πολλές συνέπειες τόσο για την Ισλανδία όσο και για το Ηνωμένο Βασίλειο.
Ορισμένα από τα μεγαλύτερα βόρεια αλιευτικά λιμάνια της Αγγλίας επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από την ήττα της Βρετανίας. Τα άλλοτε ακμάζοντα λιμάνια, όπως αυτά του Fleetwood, του Hull και του Grimsby, είδαν χιλιάδες ειδικευμένους ψαράδες να μένουν άνεργοι, ενώ εκτιμάται ότι η αποκατάσταση των ζημιών στις φρεγάτες του πολεμικού ναυτικού κόστισε πάνω από 1 εκατομμύριο λίρες Αγγλίας.
Το 2012, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου προσέφερε αποζημίωση 1.000 λιρών σε 2.500 αλιείς που έχασαν τα προς το ζην κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης. Η συμφωνία αυτή επικρίθηκε έντονα εκείνη την εποχή επειδή όχι μόνο άργησε πάρα πολύ, αλλά ήταν και οικονομικά προσβλητική.
Στην Ισλανδία, οι νίκες επί της Βρετανίας θεωρούνται στοιχείο υπερηφάνειας. Απόδειξη ότι ακόμη και τα μικρότερα έθνη του κόσμου μπορούν να έχουν μεγάλο αντίκτυπο στην παγκόσμια σκηνή.
Με πληροφορίες από IWM, Guardian, Wikipedia, Iceland review