Είναι βράδυ στην οδό Μεσολογγίου στα Εξάρχεια. Παρέες νεαρών, με μια μπύρα στο χέρι, συζητούν, γελούν, πειράζουν ο ένας τον άλλον, κάνουν αστεία, μιλούν για τη ζωή και την καθημερινότητά τους. Λένε για ό,τι θέλουν και ίσως καπνίζουν στα κρυφά από τους γονείς τους και κανένα τσιγάρο. «Θα κρύψεις εσύ τον καπνό; Εμένα η μάνα μου όλο ψάχνει τα πράγματά μου». Όλος ο δρόμος φίλοι, γνωστοί, μικρά παιδιά. Διασταυρώνονται στην «περατζάδα» της οδού κάθε Παρασκευή ή Σάββατο, που οι μαθητές δεν έχουν σχολείο την επόμενη μέρα.

Έτσι είναι στη Μεσολογγίου. Ή, τέλος πάντων, έτσι ήταν μέχρι την 6η Δεκεμβρίου του 2008, λίγα λεπτά μετά τις 21:00 το βράδυ… Τώρα την μπίρα την πίνουν οι παρέες κάτω από το μνημείο του Αλέξανδρου. Όλοι ξέρουμε ποιος ήταν ο Αλέξανδρος.

Ήταν εκείνο το παιδί που είδες στις ειδήσεις όταν ήσουν 8 ή 9 ετών. Στο άκουσμα του ονόματός του, τώρα που είσαι περίπου 25, καίγεται το μέσα σου όπως κάηκε η Αθήνα μετά τη δολοφονία του από το χέρι του ειδικού φρουρού Κορκονέα.

Σήκωσε ένα όπλο, εκεί στη Μεσολογγίου, μια τυχαία νύχτα του χειμώνα. Πάτησε την σκανδάλη. Σκότωσε τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο. Από τότε ο μήνας έγινε Δεκέμβρης, ποτέ ξανά Δεκέμβριος.

Ή ήταν εκείνο το παιδί που ήξερες. Στην ηλικία σου, αράξατε μια νύχτα μαζί εκεί στη Μεσσολογγίου. Τυχαία, είχες πάει να βρεις τα παιδιά στα Εξάρχεια και ήσουν κοντά όταν ο Κορκονέας πυροβόλησε. «Ακούσατε κανέναν πυροβολισμό;», μπορεί να αναρωτήθηκες με την παρέα σου, αν ήσουν τόσο κοντά στο σημείο. Συνέχισες τη βόλτα σου, όμως γρήγορα κατάλαβες πως αυτή η νύχτα δεν είναι σαν τις άλλες.

Στόμα με στόμα έμαθες πως τραυματίστηκε θανάσιμα κάποιο παιδί ένα στενό πιο κάτω. Ένιωθες στην ατμόσφαιρα την ανατριχίλα. Παραπέρα είδες τα πρώτα οδοφράγματα. Δεν το σκέφτηκες στιγμή όταν ήδη από τα πρώτα λεπτά της δολοφονίας του 15χρονου Αλέξανδρου μετέτρεψες την εφηβική σου έξοδο σε εξεγερσιακό «χορό». Βγήκες ένα απόγευμα από το σπίτι για να συναντήσεις τα παιδιά στα Εξάρχεια και έκανες να γυρίσεις πίσω εβδομάδες. Όσα ακολούθησαν μετά τα έγραψε η ιστορία, με μεγάλα κόκκινα γράμματα. Τόσο μεγάλα που φαίνονται από τόσο μακριά, μέχρι το 2024. Απόσταση 16 ετών που όλο και μακραίνει.

Γράμματα που έφτιαξαν λέξεις τόσο επίκαιρες. Ξαναγράφονται κάθε χρόνο, τις πατάνε επίμονα από πάνω τα ποτάμια που δεν ξεχνούν τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο, δεν ξεχνούν τη βία, την αστυνομική καταστολή και αυθαιρεσία. Πυξίδα στις μάχες τους ο αγώνας για ζωή.

Αυτά τα παιδιά είδαν τη δολοφονία να εκτυλίσσεται στις οθόνες τους, σε ένα δελτίο ειδήσεων. Είδαν τον φίλο και τον συμμαθητή τους να πέφτει νεκρός από αστυνομική σφαίρα. Είδαν να σκοτώνεται ένας άγνωστος 15χρονος και στην πραγματικότητα έγιναν μάρτυρες της δολοφονίας μιας ολόκληρης γενιάς, που καθρεφτίστηκε στα μάτια του Αλέξανδρου. Όμως είδαν και τη λάμψη της εξέγερσης. Ήταν τόσο φωτεινή τότε και δεν έχει σβήσει ακόμη.

Την επόμενη φορά που αυτά τα παιδιά πήγαν στη Μεσολογγίου περνώντας από την πολυσύχναστη γειτονιά των Εξαρχείων, η οδός είχε το όνομα του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου.

ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΟΡΕΣΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ

Το Pride.gr μίλησε με ένα από αυτά τα παιδιά που ήταν εκεί γύρω όταν η σφαίρα έκοψε το νήμα της ζωής του 15χρονου Αλέξανδρου. Μαθητής τότε, ενήλικος τώρα, ο Σωτήρης Αλεξίου, μοιράζεται λίγες από τις εικόνες που είδε τις μέρες εκείνες. Μέρες γεμάτες οργή.

«Το σοκ διαδέχθηκε η οργή»

«Το βράδυ εκείνο ήμασταν με την παρέα μου, μαθητές ακόμη, ήδη στα Εξάρχεια και πολύ κοντά στο σημείο της δολοφονίας του Γρηγορόπουλου», διηγείται ο Σωτήρης Αλεξίου. «Έγινε σε ένα σημείο όπου έσφυζε από ζωή, καθώς δεκάδες νέοι και νέες, μαθητές και μαθήτριες καθόντουσαν στον πεζόδρομο της Μεσολογγίου, αν όχι κάθε μέρα, τουλάχιστον τις Παρασκευές και τα Σάββατα».

Η δολοφονία έγινε αμέσως αντιληπτή καθώς «ήμασταν τριγύρω», μάς λέει ο ίδιος, υπογραμμίζοντας τον εντυπωσιακό τρόπο που το νέο μαθεύτηκε σε ολόκληρη τη χώρα, μέσα σε ελάχιστα λεπτά.

«Από τον κόσμο που ήταν στα Εξάρχεια εκείνη την ώρα πάρθηκαν τηλέφωνα και στάλθηκαν δεκάδες SMS σε φίλους και γνωστούς σε όλη τη χώρα». Δεν πέρασε πολλή ώρα, «ίσως λιγότερο από μία» και «εκατοντάδες πολίτες, κυρίως νέοι και νέες βγήκαν στους δρόμους και κατέβηκαν στα Εξάρχεια και στήθηκαν αυθόρμητες πορείες προς το αστυνομικό τμήμα των Εξαρχείων».

Ουσιαστικά δημιουργήθηκε αμέσως μια «αλυσιδωτή διαδικασία αντιπληροφόρησης απέναντι στα κυρίαρχα media, που τις πρώτες ώρες προσπαθούσαν να κάνουν damage control φυτεύοντας διαφόρων ειδών αμφιβολίες στον κόσμο», σημειώνει ο κ. Αλεξίου και θυμάται το «χαρακτηριστικό βίντεο που προβλήθηκε στο MEGA, με τις φωνές από επεισόδια να έχουν προστεθεί τεχνητά στο βίντεο που δείχνει τον Κορκονέα να πυροβολεί σε ευθεία βολή προς την παρέα των μαθητών».

Η πρώτη αντίδραση στο άκουσμα της δολοφονίας του Αλέξανδρου; «Σοκ, καθώς δεν μπορούσαμε να αντιληφθούμε ότι στο κέντρο της Αθήνας, ένας αστυνομικός σκότωσε ένα παιδί σε ένα σημείο όπου κάλλιστα θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε».

Όμως «πολύ σύντομα, το σοκ διαδέχτηκε η οργή. Και αυτή η οργή αμέσως άναψε τη φωτιά της εξέγερσης του Δεκέμβρη του ’08». «Είναι αυτονόητο», συμπληρώνει ο Σωτήρης Αλεξίου, «πως τη Δευτέρα 8/12 η τεράστια πλειονότητα των σχολείων ήταν κατειλημμένα και παρέμειναν έτσι, παρά τις λίγες αντιδράσεις, για τουλάχιστον 2 εβδομάδες. Οι περισσότεροι/ες ξέραμε χωρίς καν να μιλήσουμε πως νιώθαμε τα ίδια πράγματα, οπότε όλα έγιναν πολύ πιο εύκολα στην οργάνωση του αγώνα μας».

«Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι»

Η δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου άλλαξε μέσα σε μια στιγμή μια ολόκληρη γενιά, η οποία ενώθηκε από την αόρατη κλωστή του βιώματος, απ’ όπου και αν το έζησε ένας τότε νέος.

«Μόλις είχαν ηρεμήσει τα πράγματα από τους μεγάλους αγώνες των φοιτητών/-τριών του ‘06-’07, απέναντι στην προσπάθεια αναθεώρησης του άρθρου 16», αναφέρει ο Σωτήρης Αλεξίου και «τα πρώτα σημάδια της κρίσης αχνοφαίνονταν».

Τότε «είχε ξεκινήσει η αστυνομοκρατία στο κέντρο της Αθήνας και η κυβέρνηση στοχοποιούσε τη νέα γενιά πολιτικά και ιδεολογικά», με χαρακτηριστικά τα προσωνύμια «γενιά του Playstation, γενιά του καναπέ κ.ά.», όπως μας μεταφέρει ο κ. Αλεξίου. «Νομίζω, πως υπήρχε μια υφέρπουσα αίσθηση ή ανησυχία πως οι μέρες της – επίπλαστης απ’ ό,τι φάνηκε – ευμάρειας και ευημερίας έφταναν στο τέλος τους».

«Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η δολοφονία του Γρηγορόπουλου ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της οργής και της αγανάκτησης».

Ποιο είναι το νήμα που συνδέει ένα μεγάλο τμήμα των ανθρώπων της γενιάς αυτής; «Οι συνεχείς κινηματικές εξάρσεις, μέρος των οποίων υπήρξαμε». Και ο ίδιος θυμάται:

«Ζήσαμε ως μαθητές/-τριες το Δεκέμβρη του ’08 και ως φοιτητές/τριες τον αγώνα απέναντι στο νόμο Διαμαντοπούλου, ο οποίος στόχευε στη διάλυση του δημόσιου χαρακτήρα του Πανεπιστημίου. Στη συνέχεια βρεθήκαμε στις πλατείες και τον αγώνα απέναντι στα μνημόνια και βιώσαμε την ανάταση και περηφάνια του Δημοψηφίσματος το 2015. Το κοινό σημείο όλων αυτών είναι πως αγωνιστήκαμε με ό,τι μέσο είχαμε για να μη γίνουμε χαμένη γενιά. Αψηφήσαμε την κρατική βία και δεν αποδεχτήκαμε το μέλλον που μας ετοίμαζαν».

Όμως, σχολιάζει ο κ. Αλεξίου, «το τι θα γεννηθεί από την εμπειρία και την παρακαταθήκη όλων αυτών των συγκρούσεων μένει να το δείξει η Ιστορία». «Το μόνο σίγουρο είναι πως η εξέγερση του Δεκέμβρη και οι κοινωνικοί αγώνες που την ακολούθησαν, δείχνουν πως η κοινωνική πλειοψηφία έχει τη δύναμη να επιβάλει τη θέλησή της, απέναντι στις πιο κυνικές και αντικοινωνικές κυβερνήσεις. Και αυτό το κοινό μας βίωμα είναι, ίσως, το πιο ελπιδοφόρο εφόδιο που μας άφησε αυτή η περίοδος».

«Οργή και φωτιά»

«Πολλά έχουν γραφτεί για το τι ήταν ο Δεκέμβρης του ‘08»… «Ξέσπασμα, εξέγερση, κραυγή και πολλά άλλα» που κατά τη γνώμη του Σωτήρη Αλεξίου «προσπαθούν να δώσουν ένα περιεχόμενο σε αυτό το αυθόρμητο ξέσπασμα της νέας γενιάς».

Αν όμως, 16 χρόνια μετά, μπορούσε να διαλέξει δύο πράγματα τα οποία σίγουρα ήταν εκείνος ο Δεκέμβρης, αυτά θα ήταν «οργή και φωτιά».

«Ένα σημείο όπου ο χρόνος πάγωσε και μια ολόκληρη γενιά είπε “ως εδώ” και στράφηκε με όποιον τρόπο καταλάβαινε απέναντι στην εξουσία που δολοφόνησε ένα μέλος της, είτε βίαια είτε ειρηνικά».

Στους έφηβους που κατέκλυσαν τους δρόμους μέσα από τις πολυβδόμαδες κινητοποιήσεις τους, ο Δεκέμβρης «έδινε μια αίσθηση απόλυτης ελευθερίας». Γιατί «ο φόβος έσπασε, κυριολεκτικά όλη μέρα ήμασταν στους δρόμους, ακουγόταν η φωνή μας και κανείς δεν μπορούσε να την κρύψει ή να την αγνοήσει».

Μάλιστα, εκείνες τις μέρες μοιάζει να άλλαξε και η επικοινωνία των νέων. «Έχω την εντύπωση πως εκείνες τις μέρες μιλούσαμε μεταξύ μας μόνο για να οργανωθούμε για την επόμενη πορεία και να ελέγξουμε πως όλοι και όλες ήταν καλά». Πέρασαν 4-5 μέρες έξω από τα σπίτια τους τα παιδιά μέχρι να «αρχίσουμε να προσπαθούμε να συνειδητοποιήσουμε και να κατανοήσουμε τι συνέβαινε σε κοινωνικό επίπεδο και στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό».

Ήρθαν ποτέ «οι δικές μας μέρες»;

«Στις τράπεζες λεφτά, στη νεολαία σφαίρες – Ήρθε η ώρα για τις δικές μας μέρες», ένα σύνθημα που ξεπήδησε αμέσως από τους δρόμους που άνοιξε ο Δεκέμβρης του ‘08 και ακούγεται μέχρι σήμερα. Σε κάνει να αναρωτιέσαι αν έφτασαν ή αν θα φτάσουν κάποτε οι «δικές μας μέρες».

«Όπως είπα και παραπάνω, η Ιστορία θα δείξει τι θα γεννηθεί από την παρακαταθήκη των κοινωνικών αγώνων των τελευταίων 16 ετών, από τον Δεκέμβρη του ’08 μέχρι σήμερα», σχολιάζει ο Σωτήρης Αλεξίου.

Ωστόσο, «η εμπειρία των ετών αυτών μας έχει δείξει πως δεν υπάρχει κάποια εγγύηση και σιγουριά για μια μόνιμη και οριστική νίκη όσων διεκδικούν μια καλύτερη ζωή. Παλέψαμε και παλεύουμε απέναντι σε πολύ ισχυρούς συσχετισμούς δυνάμεων», προσθέτει.

«Οι κοινωνικές συγκρούσεις έχουν το χαρακτηριστικό ότι είναι αδιάκοπες, έχουν πισωγυρίσματα, κάνουν άλματα, έχουν εξάρσεις και υφέσεις. Επομένως, όποιος πει πως θα έρθει εκείνη η ώρα που αναφέρεις και δεν θα χρειαστεί συνεχώς να αγωνιζόμαστε για έναν καλύτερο κόσμο, δεν έχει καταλάβει ούτε κόκκο από τις κοινωνικές συγκρούσεις της περιόδου που συζητάμε, για να παραφράσω έναν μεγάλο φιλόσοφο».

Εξεγερσιακά «καρέ» για πάντα χαραγμένα στη μνήμη

Ο Δεκέμβρης του ‘08 αποτυπώθηκε μέσα από μνημειώδη φωτογραφικά κλικ που τον άφησαν για πάντα ανεξίτηλο στην ιστορία και τη μνήμη μιας ολόκληρης κοινωνίας.

Ποιος δεν θυμάται, εξάλλου, το κέντρο της Αθήνας, όταν από τις φωτιές και τα οδοφράγματα γινόταν η νύχτα μέρα; Ή το φλεγόμενο χριστουγεννιάτικο δέντρο; Τις άδειες λεωφόρους, τα νεανικά, γεμάτα πείσμα πρόσωπα, τα δημιουργικά πανό…

Ο Σωτήρης Αλεξίου, ως μαθητής που συμμετείχε στην εξέγερση, έχει απαθανατίσει τα δικά του «καρέ». Εικόνες που είδαν τα δικά του μάτια μέσα στα πλήθη, που «έντυσαν» τη δική του εμπειρία και που θυμάται μέχρι και σήμερα.

Η πρώτη εικόνα είναι «η μεγάλη μαθητική συγκέντρωση έξω από τη ΓΑΔΑ». Εκεί, μας μεταφέρει ο ίδιος, «μαθητές και μαθήτριες πλημμύρισαν τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας και πραγματοποιήσαμε μια πολλή φορτισμένη και έντονη ειρηνική διαμαρτυρία».

Ύστερα, «η πορεία που είχε γίνει στην περιοχή μου, στου Ζωγράφου». Τότε οι μαθητές και οι μαθήτριες από όλα τα σχολεία της περιοχής ξεκίνησαν πορείες από τα σχολεία τους προς την κεντρική πλατεία. «Εκεί συναντηθήκαμε όλοι/-ες, γίναμε μια ενιαία πορεία και καταλήξαμε στο Α.Τ. Ζωγράφου».