Κάθε 24η Ιουλίου, εδώ και μισό αιώνα, η Ελλάδα γιορτάζει και τιμά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας: Η περίοδος της Μεταπολίτευσης ήρθε για να αλλάξει άρδην τη χώρα, με τη γέννηση ενός νέου πολιτικού συστήματος βασισμένου στον κοινοβουλευτισμό, την καθιέρωση του πιο φιλελεύθερου συντάγματος στην ιστορία της, αλλά και με μία σειρά κατακτήσεων της εργατικής τάξης και του λαού.

Το πιο σημαντικό, ωστόσο, ήταν ότι οι άνθρωποι ανέκτησαν και πάλι την ελευθερία της έκφρασης και του λόγου: Πλέον, χωρίς φόβο και με περίσσιο ταλέντο, καλλιτέχνες, ηθοποιοί, σεναριογράφοι, στιχουργοί και παρουσιαστές είχαν την άνεση, όχι μόνο να σχολιάζουν δημόσια πρόσωπα και τις πολιτικές τους, αλλά να επιστρατεύουν βιτριολικό χιούμορ, ασκώντας – πολλές φορές – εποικοδομητικότερη κριτική στο κυβερνών κόμμα κι από την εκάστοτε αντιπολίτευση.

Η ανερχόμενη μεσαία τάξη, οι πελατειακές πρακτικές, η μάχη με την καθημερινότητα, η γραφειοκρατία και οι ραγδαίες αλλαγές στο κοινωνικό κράτος οδήγησαν τον εκλογικό ανταγωνισμό σε ακραίο, συχνά, βαθμό πόλωσης ανάμεσα σε Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ, με τους Κωνσταντίνο Καραμανλή και Ανδρέα Παπανδρέου, αντίστοιχα, να πρωταγωνιστούν, μαζί με άλλες προσωπικότητες, πολιτικές και μη, σε σατιρικές εκπομπές στο ραδιόφωνο, την τηλεόραση – το κυρίαρχο μέσο της περιόδου – αλλά και σε επιθεωρήσεις στο θέατρο, με ευφάνταστους τίτλους.

«Εδώ Λιλιπούπολη»

Η πρώτη μεγάλη απόπειρα σάτιρας της Μεταπολίτευσης έγινε μέσα από την εκπομπή «Εδώ Λιλιπούπολη» που μεταδιδόταν καθημερινά από το Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, από το 1977 μέχρι το 1980, την εποχή που διευθυντής ήταν ο κορυφαίος Μάνος Χατζιδάκις.

Σε στίχους Μαριανίνας Κριεζή και με μία dream team κειμενογράφων, συνθετών, τραγουδιστών και ηθοποιών που περιλάμβανε – ανάμεσα σε άλλους – τους Ρεγγίνα Καπετανάκη, Νίκο Κυπουργό, Άννα Παναγιωτοπούλου, Σαπφώ Νοταρά και Μίρκα Παπακωνσταντίνου, η Λιλιπούπολη, αν και αρχικά φτιαγμένη για παιδιά, κατάφερε να κερδίσει την προσοχή των «σκεπτόμενων μεγάλων».

Η Λιλιπούπολη υπήρξε ένα πρόγραμμα εξαιρετικά τολμηρό και ανατρεπτικό για την εποχή του

Κάθε μέρα ξεδιπλωνόταν ένας ολόκληρος κόσμος γεμάτος φαντασία, ποίηση και μουσική αλλά και καυστική σάτιρα, από τα πυρά της οποίας δεν γλύτωναν ούτε πρόσωπα ούτε θεσμοί: Οι ήρωες της Λιλιπούπολης άρχισαν γρήγορα να αποκτούν χαρακτήρα, κριτική σκέψη και να καυτηριάζουν την τεμπέλικη νοοτροπία του δημοσίου υπαλλήλου, τις πελατειακές σχέσεις κράτους-εξουσίας, την αναλγησία του εξουσιαστή και την πονηριά των κυβερνώντων.

Η ποιητική και απόλυτα εύστοχη πολιτική σάτιρα προκάλεσε, μάλιστα κάποια στιγμή, την έντονη δυσαρέσκεια των κομμάτων της Βουλής και μίας μερίδας του Τύπου. «Η Λιλιπούπολη υπήρξε ένα πρόγραμμα τολμηρό και ανατρεπτικό για την εποχή του σε όλα τα επίπεδα, απ’ το πολιτικό μέχρι το οικολογικό…», είχε πει ο συνθέτης Δημήτρης Μαραγκόπουλος.

Την περίοδο εκείνη, σύμφωνα με το σενάριο, ο Δυστροπόπιγκας, ένας από τους ήρωες της σειράς, αποφάσισε να διεκδικήσει την εξουσία της Λιλιπούπολης από τον δήμαρχό της, Χαρχούδα, προκαλώντας διάφορα προβλήματα στον δημοτικό άρχοντα της πόλης.

Ο Χαρχούδας συνδέθηκε αυτόματα με τη δεξιά Κυβέρνηση, ενώ ο Δυστροπόπιγκας με την αριστερή αντιπολίτευση, κάνοντας πολλούς να κατηγορήσουν την εκπομπή για «κομμουνιστική προπαγάνδα». Η αντίδραση από τον Αθανάσιο Τσαλδάρη ήταν έντονη, ενώ ο Ευάγγελος Αβέρωφ φέρεται να είχε πει σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις: «Ακούμε τη “Λιλιπούπολη” και νομίζουμε ότι ακούμε Ράδιο Μόσχα».

Το κομμάτι «Λαέ της Λιλιπούπολης»:

Εβγάλαν οι Χαρχουδικοί δήμαρχο το Χαρχούδα

Και τη ζωή μας κυβερνά μια αρκουδοπεταλούδα

Όμως στις άλλες εκλογές η ρόδα θα γυρίσει

Κι όλη η Λιλιπούπολη εμένα θα ψηφίσει.

Η σάτιρα τη δεκαετία του ‘80

Η καλύτερη περίοδος για πολιτική σάτιρα είναι ίσως η δεκαετία του ’80: Αναδύονται πολιτικοί αρχηγοί με έντονα χαρακτηριστικά, τόσο στην εμφάνιση και την ομιλία, όσο και στην προσωπικότητά τους, που εκτιμούν το καλό χιούμορ και την εποικοδομητική κριτική, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει πως δεν ενοχλούνται συχνά από τους σατιρικούς καλλιτέχνες.  

Το 1980, το «Ελεύθερο Θέατρο» μετονομάζεται σε «Ελεύθερη Σκηνή» και η σάτιρα περνά στις παρέες καλλιτεχνών: Ηθοποιοί, σκηνοθέτες, μουσικοί και συγγραφείς με απίστευτο ταλέντο και πολύ κέφι καταφέρνουν να εντάξουν την επιθεώρηση στους κύκλους της διανόησης.

Λάκης Λαζόπουλος, Σταμάτης Φασουλής, Άννα Παναγιωτοπούλου, Λουκιανός Κηλαηδόνης, Δημήτρης Χρυσομάλλης, Μίνα Αδαμάκη και πολλοί άλλοι ανεβάζουν παραστάσεις που μυρίζουν δημοκρατία και ελευθερία λόγου, χωρίς βωμολοχίες και ύβρεις, αλλά με «πιπεράτο» σχολιασμό και πολύ τραγούδι και χορό.

«Αναντάμ Παπαντάμ», «Της Ελλάδας το κάγκελο», «Αλλαγή κι απάνω Τούρλα» και ο κόσμος γελάει με την ψυχή του, αλλά παράλληλα φεύγει και προβληματισμένος από τις παραστάσεις που του έχουν προσφέρει «τροφή για σκέψη». Άλλωστε, το επιθεωρησιακό μοντέλο είναι το πλέον κατάλληλο να ασκήσει κριτική στα κακώς κείμενα της εποχής, κάνοντας εύστοχες επισημάνσεις με πολύ χιούμορ και χωρίς καμία διάθεση να προσβάλλει.

Λίγο αργότερα, οι Λάκης Λαζόπουλος και Γιάννης Ξανθούλης, με την πολύτιμη σκηνοθεσία του Παντελή Βούλγαρη, ανεβάζουν επιθεωρήσεις που έχουν πια έντονο «βαθύ πράσινο χρώμα». Θεατρικά έργα, όπως τα «Και το Πασόκ της Χάυδως» και «Του Πασόκ τους το Χαβά» στηλιτεύουν τον λαϊκισμό, αλλά βάλλονται και ενάντια στον νεοπλουτισμό της ανερχόμενης αστικής τάξης που έχει αρχίσει να διασκεδάζει στα μπουζούκια, ανοίγοντας σαμπάνιες που δεν πίνονται, σπάζοντας γύψινα πιάτα και πετώντας γαρύφαλλα σε τραγουδίστριες με φανταχτερή περιβολή και μαλλί περμανάντ.

Ο «πρωτοπόρος» Χάρρυ Κλυνν

Τέσσερα χρόνια μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας (1978), ο Βασίλης Τριανταφυλλίδης – aka Χάρρυ Κλυνν – κυκλοφορεί τον δίσκο «Για Δέσιμο». Παρόλο που ο έντονος σχολιασμός πολιτικών προσώπων λείπει από το συγκεκριμένο album, διαφαίνεται από την πρώτη στιγμή πως πρόκειται για έναν καλλιτέχνη που θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην πολιτική σάτιρα τα επόμενα χρόνια.

Πρωτοπόρος του stand-up comedy στην Ελλάδα, σφοδρός επικριτής του ΠΑΣΟΚ και των πολιτικών του Ανδρέα Παπανδρέου, αλλά για τους περισσότερους, εκτός από εξαιρετικά ταλαντούχος, και «μέγας προφήτης».

Σε μία συνέντευξή του είχε αναφερθεί στα λόγια με τα οποία έκλεινε την παράστασή του «Αλλαγή και πάσης Ελλάδος» (1983), στην μπουάτ «Διαγώνιος» στην Πλάκα:

«Εδώ και δύο χρόνια έχει αρχίσει το μεγάλο κακό, που θα μετατρέψει σιγά-σιγά τους Έλληνες σε λαό πιθήκων, σε λαό ψηφοφόρων, δημοσίων υπαλλήλων, καταναλωτών, κρατικοδίαιτων επιχειρηματιών, κομπιναδόρων και συνδικαλισταράδων. Σε είκοσι-τριάντα χρόνια από σήμερα, Ανδρέας Παπανδρέου μπορεί να μην υπάρχει. Θα υπάρχει όμως μια Ελλάδα πτωχευμένη κι ένας λαός στα όρια της οικονομικής και της ηθικής εξαθλίωσης…».

Οι δίσκοι του αποτέλεσαν ένα μεγάλο κομμάτι στην ελληνική δισκογραφία της εποχής, καθώς πρόκειται για την πρώτη φορά που σατιρικά album φιγουράρουν στο ελληνικό Top Ten, ενώ εκτός από τις ηχογραφημένες παραστάσεις, και οι ραδιοφωνικές εκπομπές του «Αραμπάδες με καρούλια» και «Βάσανα που ‘χει η Αγάπη», τις οποίες παρουσίασε από το Δεύτερο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας το 1981 μαζί με τον Αντώνη Ανδρικάκη, σημείωσαν μεγάλη επιτυχία.

Εποχή άφησαν, εκτός από τις μιμήσεις των Κωνσταντίνου Καραμανλή και Ανδρέα Παπανδρέου, οι χαρακτήρες που ενσάρκωνε τόσο στους δίσκους όσο και την τηλεόραση: Ο «ταξιτζής», ο «Αστυνόμος Μπέκας» και φυσικά ο «Χαράλαμπος Τραμπάκουλας», που απεικόνιζε τον παμπόνηρο ξερόλα Έλληνα.

Ο “politically incorrect” Τζιμάκος

Με τον Νεοέλληνα και την εξουσία, απ’ όπου κι αν προέρχεται, «τα είχε βάλει» και ο πολυτάλαντος αθυρόστομος Τζίμης Πανούσης. Ο Αριστοφανικός «Τζιμάκος» που αρνιόταν πεισματικά να βάλει «όρια στη σάτιρά του», κι ας τον έτρεχαν στα δικαστήρια κάθε λίγο και λιγάκι, γέμιζε μαγαζιά «για πλάκα», με φανατικό κοινό να τον ακολουθεί σε όλες τις καλλιτεχνικές του διαδρομές.

Ηθοποιός, stand-up comedian, μουσικός, τραγουδιστής, συγγραφέας, στοχαστής και φιλόσοφος της ζωής, κορυφαίος λεξιπλάστης και ανελέητος οπαδός του political incorrectness, εστίαζε όχι μόνο την  πολιτικο-οικονομικο-κοινωνική κατάσταση της Ελλάδας, αλλά και στον γενικότερο ανθρώπινο ψυχισμό.

Ο Πανούσης δεν φοβήθηκε ποτέ τις λέξεις και τις χρησιμοποίησε για να χλευάσει εύστοχα κατεστημένες αντιλήψεις

Τα καυστικά σχόλια που απηύθυνε κατά ριπάς σε δημόσια πρόσωπα από τον καλλιτεχνικό χώρο, την πολιτική και θρησκευτική εξουσία αποτέλεσαν αναπόσπαστο κομμάτι της σάτιράς του. Άλλωστε, σε συνέντευξή του είχε δηλώσει πως ο ίδιος βρίσκεται απέναντι από την εξουσία: «Η σάτιρα δεν μπορεί ποτέ να είναι με το μέρος της εξουσίας. […] Από τη στιγμή που δεν είσαι απέναντι, ο κόσμος δεν το δέχεται».

Για μερικούς «ανθέλληνας» και «βλάσφημος», για άλλους ένας πολύπλευρος καλλιτέχνης «πολύ μπροστά από την εποχή του»: Ό,τι και να σκέφτεται κανείς για τον Πανούση, δεν μπορεί να μην παραδεχτεί ότι ο «Τζιμάκος» δεν φοβήθηκε ποτέ τις λέξεις και τις χρησιμοποίησε για να χλευάσει κατεστημένες αντιλήψεις, τολμώντας να αγγίξει ακόμη και τα «ιερά και όσια».

«Όλοι έχουν το δικαίωμα να σατιρίζουν τα πάντα. Όλοι επίσης έχουν δικαίωμα να διαμαρτύρονται για τη σάτιρα οποιουδήποτε πράγματος». Αν όμως ξεκινήσει η λογοκρισία και γίνει αποδεκτή, θα πρέπει να «εξοστρακιστεί το χιούμορ από την κοινωνία», είχε δηλώσει σε συνέντευξή του.

Ο «Μικρός Μήτσος», Λάκης Λαζόπουλος

Αρκετά πιο μετριοπαθής αλλά εξίσου καυστικός, ο Λάκης Λαζόπουλος, ο οξυδερκής Λαρισαίος κωμικός ηθοποιός, σεναριογράφος, συγγραφέας και παρουσιαστής κατάφερε με το απίστευτο ταλέντο και την αμεσότητά του να καθιερωθεί ως ένα από τα πιο εμβληματικά πρόσωπα της ιδιωτικής τηλεόρασης.

Ένα; Ή μήπως δέκα, έντεκα, δώδεκα… και πάει λέγοντας, αφού μέχρι 20 έφτασαν τελικά να είναι οι ήρωες της καθημερινότητας των «Δέκα Μικρών Μήτσων», της σατιρικής εκπομπής που παιζόταν για πάνω από μία δεκαετία (1992-2003), σημειώνοντας τρελή θεαματικότητα.

Οι «Δέκα Μικροί Μήτσοι» ήταν οι γονείς, οι θείοι, οι γείτονές μας, ήταν όλη η ελληνική κοινωνία με τα στραβά και τα ανάποδά της

Εύστοχος κοινωνικός σχολιασμός, αστείοι διάλογοι, αμέτρητες μεταμφιέσεις και οικείοι χαρακτήρες. Οι «Δέκα Μικροί Μήτσοι» ήταν οι γονείς, οι θείοι, οι γείτονές μας, ήταν όλη η ελληνική κοινωνία με τα στραβά και τα ανάποδά της: Η «χήρα Μήτση», η «σνομπ πλούσια», «ο Λαρισαίος Τζίμης», ο εθνικιστής αστυνόμος «Φευγουλέας», ο «φυλακισμένος» και πόσοι άλλοι, σε μία εκπομπή που εκτός από τους μόνιμους, εξαιρετικά δημοφιλείς ηθοποιούς, είχε να καυχηθεί ότι φιλοξένησε ως guest star δεκάδες πρωτοκλασάτους καλλιτέχνες, από τη Ρένα Βλαχοπούλου και τη Μίλβα έως την Χαρούλα Αλεξίου.

Παρόλο που ο Λαζόπουλος ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τα διαφορετικά πρόσωπα της ελληνικής κοινωνίας, κάποια στιγμή, μόνιμος στην εκπομπή του έγινε ο «γέρος» Καραμανλής που, μαζί με τον πιστό του οικονόμο, Θεόδωρο, τον οποίο υποδυόταν ο Τάσος Παλαντζίδης, αναπολούσαν με νοσταλγία το παρελθόν.

Τα τελευταία χρόνια της εκπομπής, και μετά τον θάνατο του πρώτου πρωθυπουργού της Μεταπολίτευσης, το 1998, ο Ανδρέας Παπανδρέου που είχε φύγει από τη ζωή δύο χρόνια νωρίτερα (1996), υποδέχτηκε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και οι δυο τους, από την άλλη ζωή, σχολίαζαν τα κακώς κείμενα, σαν άλλοι «παππούδες από το Muppet Show».

Εξαιρετική στιγμή, άξια σχολιασμού, σε μία εποχή που τα μπουζούκια χαρακτηρίζονταν ως «κέντρα πολιτισμού» από τον υπουργό του ΠΑΣΟΚ, Ευάγγελο Γιαννόπουλο, αποτέλεσε η απόφαση του τότε υπουργού Δημόσιας Τάξης, Στέλιου Παπαθεμελή, τον Φεβρουάριο του 1994, να κλείνουν τα κέντρα διασκέδασης στις 2:00 τα ξημερώματα, με τους απανταχού ξενύχτηδες να διαμαρτύρονται στην πλατεία Συντάγματος, αλλά και να συνεχίζουν τη διασκέδασή τους σε «παράνομα ξενυχτάδικα».

Στο ίδιο μοτίβο αλλά με live κοινό και πολύ περισσότερο τραγούδι, κινήθηκε και η άλλη σατιρική εκπομπή του Λάκη Λαζόπουλου, το «Αλ Τσαντίρι Νιουζ», με τον παρουσιαστή σε πολύ μεγάλα κέφια και με διαφορετικούς καλεσμένους  από τον καλλιτεχνικό χώρο να σχολιάζουν από κοινού την επικαιρότητα.

Ο αμίμητος Γιώργος Μητσικώστας

Γνήσιο παιδί της ιδιωτικής τηλεόρασης ήταν και ο Γιώργος Μητσικώστας, ο οποίος έγινε ευρύτερα γνωστός τη δεκαετία του ’90 από τις εκπομπές του όπου, με απίστευτη ευκολία μιμούνταν δημόσια πρόσωπα: Καλλιτέχνες, παρουσιαστές, δημοσιογράφους και φυσικά πολιτικούς.

Εκτός από την εξαιρετική μίμηση της φωνής ενός γνωστού προσώπου, ήταν μάστερ στις μεταμφιέσεις, αλλά χρησιμοποιούσε και με μεγάλη επιδεξιότητα τόσο τους μορφασμούς όσο και τη γενικότερη γλώσσα του σώματός του, προσεγγίζοντας με απόλυτη φυσικότητα τα πρόσωπα που επιχειρούσε να μιμηθεί.

Από τις πιο αγαπημένες του μιμήσεις υπήρξαν αυτές των Ανδρέα Παπανδρέου και Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ενώ ξεχωριστή θέση σε κάθε σχεδόν εκπομπή είχε ο ιδρυτής και πρόεδρος της Ένωσης Κεντρώων, Βασίλης Λεβέντης.

Η σαρωτική Μαλβίνα

Ο τυφώνας Μαλβίνα Κάραλη ήταν από τις ελάχιστες γυναίκες που τόλμησαν να κάνουν πολιτική σάτιρα.  Δούλεψε σε μεγάλα κανάλια της εποχής (Mega Channel, Σκάι, Star και Seven) και δεν δίστασε ούτε στιγμή να παρουσιάσει τα εναλλακτικά της δελτία ειδήσεων, που έβριθαν σατιρικών σχολίων και καυστικής κριτικής.

Βιτριολικές ατάκες, εξαιρετική χρήση της γλώσσας, γρήγορος λόγος, ανεπιτήδευτη γοητεία και έντονη παιδικότητα: Τη Μαλβίνα χαιρόσουν να τη βλέπεις αλλά κυρίως να την ακούς. Μεγάλη της «αδυναμία», ο Κώστας Σημίτης, ο οποίος διετέλεσε πρωθυπουργός με το ΠΑΣΟΚ από το 1996 έως το 2004.

Η «ανεπίσημη κόντρα» τους άρχισε να γίνεται εντονότερη μετά την κρίση στα Ίμια, το 1996, όταν Ελλάδα και Τουρκία βρέθηκαν στα πρόθυρα ένοπλης σύρραξης, με τις ΗΠΑ να πιέζουν για αμοιβαίες υποχωρήσεις.

Ο πρωθυπουργός, από το βήμα της ελληνικής Βουλής, ευχαριστεί δημόσια την προεδρία των ΗΠΑ και η Μαλβίνα δεν μπορεί να συγκρατηθεί…

Ανεξίτηλο στη μνήμη Millennials και Boomers είναι και το «ΙΕΚ Τάπερμαν», που φέρεται να είχε κάνει έξαλλο τον τότε πρωθυπουργό, ένα σατιρικό σχόλιο για τα σαρδάμ του Κώστα Σημίτη, με το οποίο η δημοσιογράφος εξέφραζε τη δυσαρέσκειά της για τα σκάνδαλα που είχαν συνδεθεί με το ΠΑΣΟΚ της Κυβέρνησής του, όπως η υποτίμηση της δραχμής και εισαγωγή εταιρειών – «φούσκες» στο Χρηματιστήριο.

Τόσο πολύ είχε εκνευρίσει η πληθωρική Μαλβίνα το Μαξίμου που ο δημοσιογράφος Γιώργος Τούλας παραδέχτηκε κάποια στιγμή πως, ενώ την είχε καλέσει στην εκπομπή του στην ΕΡΤ, λίγο πριν εκείνη έρθει στο στούντιο, ένα τηλεφώνημα με μια «εντολή άνωθεν» φρέναρε οριστικά την τηλεοπτική τους συνάντηση.

Η πιο σύγχρονη σάτιρα

Λίγο πριν μπει το 2000, οι «Α.Μ.Α.Ν.» (μετέπειτα κάποιοι από αυτούς «Ράδιο Αρβύλα») εισέβαλαν στη ζωή μας με πολλά σατιρικά βίντεο και σκετσάκια από τους εξαιρετικούς Σωτήρη Καλυβάτση, Αντώνη Κανάκη και (αργότερα) Γιάννη Σερβετά, λανσάροντας έναν διαφορετικό τρόπο παρεΐστικου σχολιασμού, όπως αυτόν που κάνουμε χαλαρά με τους κολλητούς.

Η ραδιοφωνική «Ελληνοφρένεια», επίσης, των  Θύμιου Καλαμούκη και Αποστόλη Μπαρμπαγιάννη  εμφανίστηκε στους τηλεοπτικούς μας δέκτες το 2017, με κορυφαίο κεντρικό πρόσωπο της εκπομπής τον «Τσολιά», που αντιπροσώπευε τον Έλληνα κάφρο.

Πλέον, με ελάχιστες εξαιρέσεις, η σάτιρα έχει μεταφερθεί στα social media και το YouTube με δημοφιλή διαδικτυακά κανάλια, όπως το εξαιρετικά επιτυχημένο Luben, που έχει κάνει όλη τη νεολαία της χώρας να χρησιμοποιεί ατάκες πολιτικών – και όχι μόνο. Χαρακτηριστικά παραδείγματα το «Αυτοί είστε» και το «Πού τα βρήκατε αυτά τα φυντάνια;» του Γενικού Γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, Δημήτρη Κουτσούμπα, με αρκετούς να υποστηρίζουν πως τα ανεβασμένα ποσοστά του κόμμουνιστικού κόμματος τα τελευταία χρόνια οφείλονται, μεταξύ άλλων, και στη σατιρική ιστοσελίδα.

Στις μέρες μας, η σάτιρα έχει ξεκάθαρα περάσει στα χέρια των απλών χρηστών του διαδικτύου, οι οποίοι απολαμβάνουν να σχολιάζουν πολιτικές και πρόσωπα, με βίντεο στο Tik Tok και stories στο Instagram. Παράλληλα, ασκούν, καθημερινά κριτική στα comments κάτω από τα διάφορα posts, συχνά αναλωνόμενοι σε ατέρμονες συζητήσεις με τρολς, ποστάροντας memes και κάνοντας πολιτικές αναλύσεις, ενώ την ίδια ώρα ξεφυτρώνουν στις οθόνες τους τοποθετήσεις προϊόντων, clickbait άρθρα και fake profiles που αναζητούν τον sugar daddy τους.