Μεγέθυνση κειμένου
Η συγκλονιστική μαρτυρία της Μαρίας Διονυσιώτη στο Εφετείο για τη φωτιά στο Μάτι
Ανατριχίλα προκάλεσε, την Πέμπτη (05/09), η κατάθεση, στη δίκη για το Μάτι που βρίσκεται σε εξέλιξη στο Εφετείο, της Μαρίας Διονυσιώτη, η οποία έχασε στη φονική πυρκαγιά την κόρη της, Μαργαρίτα, και τον μόλις έξι μηνών εγγονό της.
Με την κατάθεσή της, η μαυροφορεμένη γυναίκα συγκίνησε ακόμα και τα μέλη της έδρας όταν ανέφερε πως εκείνη, ο σύζυγός της και ο γαμπρός της μετά από την τραγωδία που βίωσαν, απλά υπάρχουν στη ζωή.
«Δεν ζούμε, απλά υπάρχουμε. Εμείς και ο Αντρέας (σ.σ. σύζυγος της αδικοχαμένης Μαργαρίτας) είμαστε τρία κομμάτια κρέας που απλά υπάρχουμε», τόνισε χαρακτηριστικά η κυρία Διονυσιώτη στην κατάθεσή της.
Διαβασε ακομα
Σε αυτόν τον κόσμο, μην είσαι Φώτης ΜεταξόπουλοςΝωρίτερα, είχε αναφέρει στο δικαστήριο: «Μέχρι εκείνη την ημέρα είμαστε μια ωραία οικογένεια. Την ημέρα της πυρκαγιάς η κατάσταση ήταν απελπιστική. Ένας μαύρος καπνός υπήρχε παντού, αέρας έντονος. Για να προστατευτώ είχα πάρει αγκαλιά μια κολόνα. Ψάχναμε μαζί με κόσμο και τον άντρα μου να βρούμε τη Μαργαρίτα. Δεν απαντούσε. Κάποια στιγμή μάθαμε ότι η Μαργαρίτα με το μωρό είναι στην Αργυρά Ακτή».
Συνεχίζοντας τη συγκλονιστική περιγραφή της, πρόσθεσε: «Εμείς είμαστε εκείνη την ώρα στην πλατεία της Ραφήνας και πήγε ένας φίλος μας στο λιμεναρχείο να τους πει να στείλουν ένα σκάφος να μαζέψει τη Μαργαρίτα. Μετά ξαναπήγε και του είπαν πως ήταν ενήμεροι, αλλά οι βάρκες δεν μπορούσαν να προσεγγίσουν γιατί είχε πολλά βράχια. Τελικά ενημερωθήκαμε πως η Μαργαρίτα πήγε στον Ευαγγελισμό. Περιμέναμε ενημέρωση από τους γιατρούς. Μετά από ώρα ήρθε ο Αντρέας με έβαλε σε μια καρέκλα να καθίσω, με αγκάλιασε και μου είπε ότι ο μπέμπης μας έγινε αγγελάκι. Από εκεί και πέρα δεν θυμάμαι κάτι…».
Ακολούθως, η μάρτυρας αναφέρθηκε στην απώλεια της κόρης της, η οποία ήταν σύζυγος του αξιωματικού της πυροσβεστικής, Ανδρέα Δημητρίου, ο οποίος κατέθεσε επίσης στο δικαστήριο. «Όταν γυρίσαμε στο σπίτι το πρωί αντικρίσαμε ένα σκηνικό που θύμιζε πυρηνικό πόλεμο. Ακόμα στο σπίτι μας υπήρχαν φλόγες και μικρές εστίες. Και το σπίτι μας ήταν σαν σκηνικό. Από μπροστά άθικτο και πίσω καμένο. Μετά από λίγο καιρό και αφού έγινε η κηδεία του μπέμπη είχα πάει στον Άγιο Εφραίμ να προσκυνήσω και επιστρέφοντας έζησα το ίδιο σκηνικό», ανέφερε η κα Διονυσιώτη και συνέχισε: «Με έβαλαν σε έναν καναπέ και μου είπε ο Αντρέας ότι η Μαργαρίτα δεν άντεξε μακριά από τον μπέμπη. Η Μαργαρίτα όταν μπήκε στο ασθενοφόρο ζήτησε από τους διασώστες να υπαγορεύσει ένα γράμμα, ότι ευχαριστεί εμάς και τον άντρα της και ότι μας αγαπάει. Η Μαργαρίτα και τόσοι άνθρωποι έφυγαν μαρτυρικά. Αν είχε εγκαίρως το λιμεναρχείο στείλει βάρκες, ο μπέμπης μας θα τα είχε καταφέρει. Αλλά κανένας δεν έκανε την δουλειά του. Μας εγκατέλειψαν, μας άφησαν στην τύχη μας. Εγώ δεν κάηκα, αλλά έχει καεί η ψυχή μου. Ζω με αυτή την καύτρα μέχρι να κλείσω τα μάτια μου. Η Μαργαρίτα μετά την απώλεια του γιου μας ήταν το στήριγμά μας. Ο μπέμπης μας θα ζούσε και θα πήγαινε σχολείο. Εμείς δεν ζούμε, απλά υπάρχουμε. Εμείς και ο Αντρέας είμαστε τρία κομμάτια κρέας που απλά υπάρχουμε».
Νωρίτερα στο δικαστήριο είχε καταθέσει ο πατέρας της αδικοχαμένης Μαργαρίτας, Χαράλαμπος Διονυσιώτης, ο οποίος αφού περιέγραψε τα όσα είδε στην παραλία όπου και κατάφερε να εντοπίσει τελικά, μαζί με τον γαμπρό του, την κόρη του και τον εγγονό του, ανέφερε: «Κάνεις από εσάς δεν πρόκειται να κατανοήσει αυτό που έζησα. Ήμασταν ανυπεράσπιστοι, μας άφησαν να καούμε. Ούτε η πυροσβεστική, ούτε το λιμενικό, ούτε η αστυνομία βάλανε ένα χέρι βοήθειας. Δεν υπήρχε τίποτα, κάνεις και οι πραγματικοί υπεύθυνοι δεν είναι κατηγορούμενοι. Αν τους είχαν εκτρέψει αντίθετα προς το Μαραθώνα θα είχαμε λιγότερους νεκρούς. Δεν υπήρχε ενημέρωση, δεν υπήρχε σχέδιο εκκένωσης (….). Είμαστε σίγουροι ότι οι 104 πέθαναν ακαριαία; Δεν είμαστε. Αυτοί οι άνθρωποι έπρεπε να περιμένουν την άλλη μέρα το πρωί τους διασώστες; Δεν έπρεπε άμεσα να τους βοηθήσουν που ουρλιάζανε οι εγκαυματίες στα μπαλκόνια; Μας εγκατέλειψαν όλοι και μας εγκαταλείπουν ακόμη και σήμερα. Για να πετάξουμε τα αποκαΐδια με αμάξι του δήμου, έπρεπε να βρούμε λεφτά να πληρώσουμε το παράβολο».
Τέλος, ο κ. Εμμανουήλ Τσαλιαγκός, υπάλληλος στην Πολιτική Προστασία του Δήμου Ραφήνας, ο οποίος είδε πρώτος τον καπνό και ειδοποίησε Δήμο και πυροσβεστική, στη δική του κατάθεση ανέφερε πως εκείνη την ημέρα μπόρεσε να δει μόνο ένα Έρικσον να πετάει στη περιοχή και να κάνει μια ρίψη στις 5:15 με 5:30 μ.μ. «Ήμασταν στην υπηρεσία. Στις 16.40 είδαμε καπνό προς Νταού Πεντέλης. Ενημέρωσα ότι θα χρειαστούν εναέρια και ότι η φωτιά είναι μεγάλη» είπε ο μάρτυρας.
Πρόεδρος: Θα μπορούσε να γίνει κάτι διαφορετικό στο Νταού από αυτό που έγινε;
Μάρτυρας: Ναι, θα μπορούσε να γίνει, όσο η φωτιά ήταν στο Νταού.
Ακόμα ο μάρτυρας κατέθεσε πως εκείνη την ημέρα ο άνεμος ήταν πολύ ισχυρός και τα καναντέρ δεν μπορούσαν να επιχειρήσουν.
Η δίκη συνεχίζεται.