Μεγέθυνση κειμένου
Η συγγραφέας διακρίνεται από μια πρωτοποριακή πεζογραφία που εξετάζει τα όρια μεταξύ του προσωπικού και του πολιτικού
Η Έρση Σωτηροπούλου είναι μεταξύ των φαβορί για το Νόμπελ Λογοτεχνίας 2024. Είναι η πρώτη Ελληνίδα συγγραφέας που διεκδικεί το Νόμπελ Λογοτεχνίας 61 χρόνια μετά από την απονομή του βραβείου στο Γιώργο Σεφέρη και 45 χρόνια μετά τον Οδυσσέα Ελύτη.
Στο Φόρουμ Παγκόσμιας Λογοτεχνίας, WorldLiteratureForum, τα στοιχήματα θέλουν την υποψηφιότητά της στα φαβορί, αναγνωρίζοντας στη συγγραφέα «τη διαυγή εξερεύνηση της ανθρώπινης πολυπλοκότητας μέσα από μια πρωτοποριακή πεζογραφία που εξετάζει τα όρια μεταξύ του προσωπικού και του πολιτικού».
Ποια είναι η Έρση Σωτηροπούλου
Η Έρση Σωτηροπούλου γεννήθηκε στην Πάτρα το 1953. Σπούδασε φιλοσοφία και πολιτιστική ανθρωπολογία στη Φλωρεντία, ενώ εργάστηκε ως εκπαιδευτική σύμβουλος στην ελληνική πρεσβεία στη Ρώμη. Η πρώτη της εμφάνιση στα γράμματα έγινε με την ποιητική συλλογή «Μήλο + Θάνατος +… +…» το 1980. Η ίδια έχει γράψει ποιήματα, διηγήματα και μυθιστορήματα.
Το βιβλίο της «Ζιγκ-ζαγκ» στις νεραντζιές βραβεύτηκε το 2000 με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος και με το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού Διαβάζω. Παράλληλα, το 2011 το μυθιστόρημά της «Εύα» τιμήθηκε με το βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών. Η Έρση Σωτηροπούλου και η συλλογή διηγημάτων της «Να νιώθεις μπλε, να ντύνεσαι κόκκινα» απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος το 2012.
Το μυθιστόρημά της «Τι μένει από τη νύχτα» (γαλλικός τίτλος: Ce qui reste de la nuit) ακολουθεί τον νεαρό Κωνσταντίνο Καβάφη στο Παρίσι του 1897 και παρουσιάζει τα εμπόδια που συναντά ο ποιητής στην πορεία προς την προσωπική και ποιητική του ωρίμανση. Το εν λόγω έργο απέσπασε στη Γαλλία το Βραβείο Μεσόγειος (Prix Mediterranee Etranger 2017) και στις ΗΠΑ το Εθνικό βραβείο ALTA 2019 (μετάφραση Karen Emmerich). Η Έρση Σωτηροπούλου έχει τιμηθεί και µε το βραβείο ποίησης Dante Alighieri στην Ιταλία.
Έργα της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γερμανικά, γαλλικά, ισπανικά, σουηδικά, φινλανδικά, τουρκικά, αραβικά και ιταλικά.
Αναφερόμενη στη σχέση της με τη λογοτεχνία και τα βιβλία, είχε δηλώσει στο Βήμα: «Κόντρα σε όλους και όλα, στην οικογένεια, στο σχολείο, στην πόλη, στη συντηρητική και κλειστή νοοτροπία, κόντρα σε καθετί που ήταν ιδεοληπτικό και αποπνικτικό στη μουντή Πάτρα της δικτατορίας, αυτά που διάβαζα δικαίωναν την εξέγερση μέσα μου. Διάβαζα από μικρή με αληθινό πάθος, με βουλιμία. Τα βιβλία, η ποίηση, μου άνοιγαν τον δρόμο. Ούσα ακόμα αφελής αναγνώστρια, ένιωθα ότι μου έδιναν το ελεύθερο για οποιαδήποτε τρέλα μου κατέβαινε. Και με αναπτέρωναν, να συγκρουστώ, να ανατρέψω, να φύγω. Από πολύ νωρίς, λοιπόν, με ακολουθούν η αχόρταγη περιέργειά μου για το τι συμβαίνει έξω από το ατομικό μου σύμπαν αλλά, κυρίως, το δίπολο ζωής και τέχνης. Το τελευταίο, με μια ένταση οριακή και απροσμέτρητη, τολμώ να πω. Είναι μια αντίκρουση και μια συνέργεια, παράλληλα, ταυτόχρονα, ένα πινγκ πονγκ ανάμεσα στο ζωτικό εγώ και στην εξουθενωτική κοινωνία» είπε.
«Ελευθερία σημαίνει να είμαστε ελεύθεροι ακόμα κι από τον εαυτό μας, από τις μικρές μας συνήθειες κι εκείνες τις βολικές πεποιθήσεις που με τον καιρό γίνονται τα δεκανίκια μας. Ζούμε σε μια παράξενη εποχή, η επικοινωνία είναι ασταμάτητη ενώ απομακρυνόμαστε. Η τέχνη να μην αισθάνεσαι τίποτα μοιάζει να απλώνεται σαν τον λεκέ που δεν σβήνει. Δεν υπάρχει εντελώς αδιάφορος άνθρωπος, υπάρχουν εκείνοι που βάζουν έναν στόχο και στον βωμό αυτού του στόχου απωθούν οποιαδήποτε συγκίνηση. Ή κάποιοι άλλοι που τους κόβονται τα γόνατα στη θέα ενός αδέσποτου σκυλιού ενώ δίπλα τους αδέσποτα παιδιά και πεινασμένα περνάνε σαν φιγούρες από θέατρο σκιών. Τα χρόνια της κρίσης μάς σημάδεψαν. Πέρα από τη φτώχεια, την ανεργία και τη διάλυση, πιστεύω προκάλεσε μια βαθιά ρωγμή στη συνείδησή μας, στην ταυτότητά μας ως χώρα. Μια ταυτότητα βέβαια που κάπου χώλαινε, που έμπαζε νερά γιατί είμαστε Έλληνες καταφερτζήδες και ταυτόχρονα η κοιτίδα του πολιτισμού» εκτίμησε.