Μεγέθυνση κειμένου
Ένα δράμα για το Ολοκαύτωμα που ανατριχιάζει τους θεατές εξαιτίας αυτών που ακούν και όχι όσων βλέπουν
Η ταινία για το Ολοκαύτωμα, The Zone of Interest (Η Ζώνη Ενδιαφέροντος), έχει κερδίσει τις εντυπώσεις ως μία από τις πιο έντονα ανατριχιαστικές απεικονίσεις της ανθρώπινης κτηνωδίας που έχουν δημιουργηθεί ποτέ. Το βράδυ της Κυριακής, η ταινία απέσπασε τρία BAFTAs για την καλύτερη βρετανική ταινία, την καλύτερη ξενόγλωσση ταινία και τον καλύτερο ήχο, ενώ είναι υποψήφια για πέντε Όσκαρ.
Ωστόσο, μεγάλο μέρος της δύναμής της έγκειται σε αυτό που ακούγεται και όχι σε αυτό που φαίνεται.
Η ταινία ξεκινά με μία μαύρη οθόνη: Για ένα εκνευριστικό δίλεπτο, δεν υπάρχει εικόνα, παρά μόνο ηχητικά κύματα ενός στοιχειωτικού μηχανικού θορύβου που τελικά σβήνει. Αυτή είναι η πρώτη ένδειξη για το πόσο σημαντικός είναι ο ήχος σε αυτή την ταινία.
«Ήθελα οι θεατές να συνειδητοποιήσουν ότι βυθίζονται», δήλωσε ο σκηνοθέτης Jonathan Glazer στο Rolling Stone για την εισαγωγή. «Ήταν ένας τρόπος για να συντονίσετε τα αυτιά σας [σε αυτό] πριν συντονίσετε τα μάτια σας σε αυτό που πρόκειται να δείτε».
Οι εικόνες που ακολουθούν αμέσως μετά είναι χαρούμενες: Χαλαρές σκηνές μίας νεαρής γερμανικής οικογένειας σε ημερήσια έξοδο σε ένα βουκολικό περιβάλλον, κάτι που δίνει τον ζοφερό τόνο για το υπόλοιπο της ταινίας.
Το οπτικό και το ακουστικό στοιχείο
Η πρώιμη αποκάλυψη είναι ότι η οικογένεια είναι στην πραγματικότητα ο ναζιστής διοικητής Rudolf Höss, η σύζυγός του Hedwig και τα πέντε παιδιά τους, ενώ το αρχοντικό τους σπίτι με τον παραδεισένιο κήπο βρίσκεται με πλάτη στον τοίχο του στρατοπέδου του Άουσβιτς.
Όσο η εικόνα παρουσιάζει ανάλαφρες στιγμές της οικογένειας στον παραδεισένιο κήπο τους, ο ήχος αφηγείται μια τρομακτικά διαφορετική ιστορία
Ο Höss ενορχηστρώνει και επιβλέπει την κατασκευή των θαλάμων αερίων που θα σκοτώσουν χιλιάδες Εβραίους, λίγα μόλις μέτρα από το σπίτι της οικογένειάς του.
Σε αυτό το σημείο η ταινία χωρίζεται στα δύο. Όπως εξήγησε ο Glazer: «Υπάρχει η ταινία που βλέπετε και υπάρχει η ταινία που ακούτε».
Ενώ το οπτικό στοιχείο – που ο Glazer περιέγραψε στον Guardian ως «Big Brother στο σπίτι των Ναζί» – αφορά σε μεγάλο βαθμό την κοινότυπη καθημερινή δραστηριότητα στο σπίτι της οικογένειας, με τους χαρακτήρες να αγνοούν ή να αστειεύονται ανάλγητα με τις φρικαλεότητες της διπλανής πόρτας, ο ήχος αφηγείται μια τρομακτικά διαφορετική ιστορία.
Το ανατριχιαστικό μηχανικό βουητό
Η μουσική επένδυση της ταινίας γράφτηκε από τη Mica Levi – που ήταν επίσης υπεύθυνη για την τελευταία ταινία του Glazer, Under the Skin. Ωστόσο, είναι μάλλον ο μη μουσικός ηχητικός σχεδιασμός που δημιουργήθηκε από τον Johnnie Burn, με μίξη από τον Tarn Willers, που είναι πιο επιβλητικός.
Οι ήχοι που ακούμε πίσω από το τείχος του στρατοπέδου, όσο οι Hösses κάνουν τις δουλειές τους είναι – όπως και το θέμα της ταινίας – τρομακτικοί: Υπάρχουν οι αιματοβαμμένες κραυγές των κρατουμένων, οι υβριστικές φωνές των φρουρών και οι πυροβολισμοί. Υπάρχει το ανατριχιαστικό μηχανικό βουητό από αυτό που ξέρουμε ότι είναι οι θάλαμοι αερίων και το πάντα ενεργό κρεματόριο.
Καμία από τις βιαιότητες και τους φόνους δεν φαίνεται στην οθόνη, αφήνοντας τον θεατή να συμπληρώσει τα ανατριχιαστικά κενά του τι πραγματικά συμβαίνει.
«[Με τον ήχο] είμαστε σκόπιμα διφορούμενοι», λέει ο Burn στο BBC Culture. «Είναι αυτό μία κραυγή ή είναι σφύριγμα τρένου; Ή είναι το μωρό στο σπίτι; Ανάλογα με τη διάθεσή σας, μπορεί να το ακούσετε διαφορετικά σε διαφορετικές περιστάσεις. Το μυαλό σου ξεφεύγει και αρχίζει να φτιάχνει τα δικά του οράματα, οπότε ζωγραφίζουμε εικόνες στο κεφάλι των ανθρώπων με βάση μία συλλογική νοητική εικόνα και γνώση που οι άνθρωποι έχουν ήδη».
Ο ήχος αναπαριστά τις φρικαλεότητες
Όταν ο Glazer πλησίασε τον Burn, αφού είχε συνεργαστεί μαζί του και στο Under the Skin, ήταν πολύ αποφασισμένος σχετικά με το τι δεν θα έπρεπε να αφορά η ταινία: «Ο Τζόναθαν μού είπε: “Δεν θέλω να δείξω τις εικόνες που ο κόσμος έχει ήδη δει. Δεν έχει νόημα να το κάνω αυτό, οπότε ο ήχος είναι ο τρόπος με τον οποίο θα παρουσιάσουμε [τις φρικαλεότητες]”», λέει ο Burn.
Η πίεση ήταν μεγάλη από τη στιγμή που ο Burn εντάχθηκε στην παραγωγή. «Ένιωσα τεράστια ευθύνη αφενός να αναπαραστήσω με ακρίβεια τα θύματα και τους επιζώντες του Ολοκαυτώματος και αφετέρου να βεβαιωθώ απολύτως ότι η ταινία λειτουργεί».
Ο Burn ξεκίνησε από τα βασικά, όπως η διασφάλιση ότι οι ήχοι των μοτοσικλετών ήταν εκείνης της εποχής και ότι τα πουλιά και οι μέλισσες ήταν κατάλληλα για την εποχή και την τοποθεσία. Στη συνέχεια, διάβασε πολλές μαρτυρίες επιζώντων του Άουσβιτς, ενώ είχε πρόσβαση σε αδημοσίευτες καταθέσεις και έγγραφα στο Κρατικό Μουσείο Άουσβιτς-Μπίρκεναου στον χώρο του στρατοπέδου στην Πολωνία, όπου επίσης γυρίστηκε η ταινία.
«Πολλά από αυτά περιείχαν άμεσες αναφορές στον ήχο», λέει. «Οι άνθρωποι ανέφεραν τον ήχο του ηλεκτρικού φράχτη, ότι έπαιζαν μουσικές ορχήστρες – τον ήχο των ξύλινων τσόκαρων». Ωστόσο, πέρα από αυτά, όπως λέει, οι μαρτυρίες περιείχαν πολλές γλαφυρές περιγραφές δολοφονιών και βασανιστηρίων, από τις οποίες ο Burn μπορούσε εύκολα να φανταστεί ο ίδιος τους ήχους – την κραυγή ενός φρουρού, το κρότο ενός μαστιγίου ή ενός όπλου.
Τα μάτια αντιδρούν πιο αργά από το αυτί
Ο Burn δούλευε πάνω στο ηχητικό μοντάζ για ενάμιση χρόνο, ταιριάζοντας τους ήχους με τις εικόνες. Υπήρχαν στιγμές που ανησυχούσε μήπως το κάνει πολύ τρομακτικό.
«Τα μάτια αντιδρούν πιο αργά από το αυτί. Ο τρόπος με τον οποίο ο εγκέφαλος επεξεργάζεται τον ήχο καθώς αυτός εισέρχεται στο στέλεχος του εγκεφάλου – σε περίπτωση που έχεις μία άμεση αντίδραση σε έναν ήχο πολύ πριν προλάβεις να τον επεξεργαστείς λογικά – μπορεί πραγματικά να σε τρομάξει».
Πολλοί θεατές της ταινίας έχουν κάνει αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σχετικά με την επίδραση του ήχου της ταινίας, χαρακτηρίζοντάς τον «ανατριχιαστικό», «εφιαλτικό» και «ψυχοφθόρο». Ένα άτομο μάλιστα σχολίασε: «Θα μπορούσαν να βάλουν προειδοποίηση στη Ζώνη Ενδιαφέροντος, για τον ηχητικό σχεδιασμό».
Η ταινία τελειώνει με τους θεατές βυθισμένους σε μία εμβρόντητη, συγκλονιστική σιωπή, καθώς παίζει το μουσικό κομμάτι του κλεισίματος – μία επίθεση χορωδιακού θρήνου σε κρεσέντο από τη Levi.
Είναι ένα απίστευτα δύσκολο θέαμα, και το να δουλεύει κανείς πάνω σε αυτό κάθε για αρκετά χρόνια είχε επιπτώσεις και στον ίδιο τον Burn: «Μερικοί από εμάς που δουλέψαμε στην πλευρά του post-production της ταινίας, το κομμάτι όπου συρράπτουμε όλα τα ζοφερά πράγματα, υποφέραμε. Ήμασταν αρκετά πεσμένοι. Είναι μια φρικτή κατάσταση και δεν είναι κάτι που θα ήθελα πραγματικά να ξανακάνω».
Ο αυτόματος μηχανισμός άμυνας του εγκεφάλου
Καθώς εξελίσσεται η ταινία, πολλοί θεατές αρχίζουν υποσυνείδητα να απευαισθητοποιούνται στους ήχους ή εν μέρει να τους απομονώνουν. Αυτή είναι μία συνηθισμένη αντίδραση, λέει ο Burn. «Το βίωσα κι εγώ αυτό – ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο οι ήχοι στην ταινία γίνονται στην πραγματικότητα οριακά πιο δυνατοί όσο προχωράει […] Είναι πραγματικά περίεργο, ως άνθρωπος καταλήγεις να σκέφτεσαι, “είναι απλώς άλλη μία κραυγή, μπορώ να την απομονώσω, μια χαρά”».
Αυτό ακριβώς το γεγονός λειτουργεί ως μία σκληρή και ενοχλητική αλληγορία για την ταινία στο σύνολό της, προσθέτει ο Burn: «Αυτό προσπαθεί να πει ο Joanthan, ότι είμαστε όλοι σε αυτόν τον ολισθηρό δρόμο [προς την απευαισθητοποίηση]. Η ταινία μιλάει για το τι κάνουν οι άνθρωποι στους άλλους ανθρώπους, οπότε ας προσπαθήσουμε να απαλλαγούμε από αυτή τη βία».
Με πληροφορίες από BBC