«Όντας μανιοκαταθλιπτικός 18 καρατίων», όπως είχε πει κάποτε ο Φρανκ Σινάτρα, «και έχοντας ζήσει μια ζωή γεμάτη βίαιες συναισθηματικές αντιφάσεις, έχω μια υπερβολικά οξεία ικανότητα για θλίψη καθώς και για συγκίνηση».

Δεν αστειευόταν. Ο Φρανκ Σινάτρα ήταν κάτι πολύ περισσότερο από τον πιο επιδραστικό τραγουδιστή του 20ού αιώνα και τον βραβευμένο με Όσκαρ πρωταγωνιστή ταινιών όπως το «From Here to Eternity», το «The Manchurian Candidate», το «On the Town» και το «Guys and Dolls».

Ενέπνευσε υπέρμετρα συναισθήματα, όχι μόνο στους θαυμαστές του, αλλά και σε άλλες διασημότητες του 20ού αιώνα, οι αντίστοιχες αυτοβιογραφίες των οποίων δεν είναι πλήρεις χωρίς μια ιστορία για την τεράστια, ενίοτε ανόητη, γενναιοδωρία του Σινάτρα (έφτασε στο σημείο να προσπαθήσει να βρει ηρωίνη για την απελπισμένη Μπίλι Χόλιντεϊ την ώρα που πέθαινε), το τρομερό ταλέντο του ή, σύμφωνα με τη Σέλεϊ Γουίντερς, την τρομακτική του ιδιοσυγκρασία.

«Ο Σινάτρα είναι ένας μοναδικός άνθρωπος, χωρίς καμία υποκρισία», σημείωσε ο φίλος του Κάρι Γκραντ. «Είναι ασυνήθιστο για τους περισσότερους ανθρώπους, και σχεδόν τρομακτικό για κάποιους, να έρχονται αντιμέτωποι με την ειλικρίνεια».

Η ανυπόκριτη ανάγκη του να αγαπά και να αγαπιέται έκανε τον Σινάτρα έναν από τους πιο δραστήριους σαγηνευτές γυναικών της εποχής.

Οι κατακτήσεις του, τόσο οι υποτιθέμενες, όσο και οι πραγματικές, περιλαμβάνουν τις αιώνιες αγαπημένες του Άβα Γκάρντνερ, Μία Φάροου, Μαρλέν Ντίτριχ, Γκλόρια Βάντερμπιλτ, Λάνα Τέρνερ, Άντζι Ντίκινσον, Μέριλιν Μάξγουελ, Μέριλιν Μονρόε, Τζούντι Γκάρλαντ, Τζιλ Σεντ Τζον, Λορίν Μπακόλ και, το πιο ανησυχητικό, μια δεκαπεντάχρονη Νάταλι Γουντ.

Βέβαια, θα μπορούσε να υπάρχει και ένας άλλος λόγος που οι κυρίες τον λάτρευαν, αν κρίνουμε από τα σχόλια της Άβα Γκάρντερ που αποθέωναν τα σωματικά προσόντα του, με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο: «There’s only ten pounds of Frank, but there’s a hundred and ten pounds of cock».

Δεκάδες επί δεκάδων βιογραφίες έχουν γραφτεί για τον Σινάτρα, καμία πιο διεξοδική από το αριστουργηματικό δίτομο έργο του James Kaplan «Frank: The Voice» (802 σελίδες) του 2010 και «Sinatra: The Chairman» (992 σελίδες) του 2015.

Αν και τα έργα του Kaplan είναι ένα αριστούργημα έρευνας και τεχνικής δεξιοτεχνίας, τα απομνημονεύματα εκείνων που γνώριζαν πραγματικά τον άνθρωπο πίσω από το αίνιγμα -οι κόρες του, Νάνσι και Τίνα, η τέταρτη σύζυγός του, Μπάρμπαρα, και ο επί χρόνια προσωπικός βοηθός του, Τζορτζ Τζέικομπ- δίνουν μια πληρέστερη εικόνα του.

Σύμφωνα με τις διηγήσεις τους, ο Σινάτρα ήταν ένας αξιαγάπητος άνθρωπος, του οποίου η μαγνητική γοητεία σήμαινε ότι δεν ήταν ποτέ σωματικά μόνος, αλλά ο οποίος ήταν παγιδευμένος σε μια ναρκισσιστική μοναξιά από την οποία δεν μπορούσε ποτέ να ξεφύγει.

«Νομίζω ότι ο πατέρας μου ήθελε απεγνωσμένα να κάνει το καλύτερο που μπορούσε για τους ανθρώπους που αγαπούσε», γράφει η Τίνα Σινάτρα στα διαφωτιστικά, καυστικά απομνημονεύματά της «My Father’s Daughter» (Η κόρη του πατέρα μου). «Αλλά τελικά έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει για τον εαυτό του».

Το αγοράκι της μαμάς

«Ήταν μπελάς», εκμυστηρεύτηκε κάποτε ο Σινάτρα στην Σίρλεϊ Μακλέιν για τη μητέρα του Ντόλι.

Πηγή: EPA

Οι δυο τους ήταν εγκλωβισμένοι σε έναν αγώνα επιβίωσης από τότε που ο Φράνσις Άλμπερτ Σινάτρα γεννήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 1915 στο Little Italy του Χόμποκεν του Νιου Τζέρσεϊ. Το μωρό των σχεδόν έξι κιλών παραλίγο να σκοτώσει τη μικροσκοπική Ντόλι και ο Φράνσις επίσης, μόλις που επέζησε. Ο γιατρός του χάραξε το πρόσωπο, τον λαιμό και τα αφτιά με λαβίδα, αφήνοντας του σημάδια για όλη του τη ζωή.

Μια γυναίκα που έβριζε, μερικές φορές ήταν βίαιη, σκληρή και ετοιμόλογη, σουφραζέτα που κατά καιρούς έκανε εκτρώσεις, η Ντόλι επισκίαζε εντελώς τον σύζυγό της, τον Μάρτι, πρώην πυγμάχο και αξιαγάπητο τύπο. Οι Σινάτρα είχαν ένα μπαρ που είχε σχέση με τη μαφία και στήριζαν τον μικρό Φρανκ στο πιάνο για να τραγουδάει, μέχρι που η Ντόλι τράβηξε τα νήματα για να βρει ο Μάρτι μια πιο ανερχόμενη δουλειά ως πυροσβέστης.

Ο Φρανκ ήταν το μοναδικό τους παιδί – ένα υπερευαίσθητο, καλλιτεχνικό, μοναχικό αγόρι σε μια εποχή μεγάλων οικογενειών, το οποίο ήταν κακομαθημένο και παραμελημένο. Σύμφωνα με έναν συμπονετικό Kaplan, ο Σινάτρα πλήρωνε άλλα αγόρια για να γίνουν φίλοι του και άκουγε δίσκους του Bing Crosby στο repeat.

Τόσο μαχητικός και φιλόδοξος όσο και η μητέρα του, είχε βάλει σκοπό να γίνει τραγουδιστής, και η Ντόλι χρησιμοποίησε όλες τις επαφές της για να του εξασφαλίσει συναυλίες σε τοπικά κλαμπ.

Προσπάθησε επίσης να τον προστατέψει από την ήδη ισχυρή του λίμπιντο (όταν ο Σινάτρα συνελήφθη το 1938 με την κατηγορία της ανηθικότητας, η Ντόλι πέταξε τη γυναίκα που υπέβαλε την καταγγελία στο υπόγειό της).

Αλλά η Ντόλι δεν χρειαζόταν να ανησυχεί. Το ταλέντο του γιου της ήταν έμφυτο, και μια μέρα, ενώ εργαζόταν ως τραγουδιστής σερβιτόρος σε ένα κλαμπ που ονομαζόταν Rustic Cabin, ο διάσημος διευθυντής ορχήστρας Χάρι Τζέιμς τον πρόσεξε.

«Αυτός ο πολύ αδύνατος τύπος με τα χτενισμένα πίσω λιπαρά μαλλιά σέρβιρε τα τραπέζια», θυμάται ο ηγέτης της μπάντας Χάρι Τζέιμς, σύμφωνα με τον Kaplan. «Ξαφνικά έβγαλε την ποδιά του και ανέβηκε στη σκηνή. Είχε τραγουδήσει μόλις οκτώ μέτρα όταν ένιωσα τις τρίχες στο σβέρκο μου να σηκώνονται. Ήξερα ότι προοριζόταν να γίνει ένας σπουδαίος τραγουδιστής».

Ένας μικρός μεγάλος άνδρας

Μετά την καριέρα του με τον Τζέιμς και τον Τόμι Ντόρσεϊ, ο Σινάτρα ξεκίνησε σόλο καριέρα και έγινε το είδωλο των bobbysoxers μετά από μια εμφάνιση στο Paramount Theater της Νέας Υόρκης το 1942.

Πηγή: EPA/AFP PHOTO

«Ήταν μια τρομερή βοή», θυμόταν αργότερα ο Σινάτρα. «Πέντε χιλιάδες παιδιά, που χοροπηδούσαν, φώναζαν, ούρλιαζαν, χειροκροτούσαν. Φοβήθηκα πάρα πολύ… Και ο Μπένι Γκούντμαν πάγωσε. Ήταν τόσο φοβισμένος που γύρισε, κοίταξε το κοινό και είπε: Τι στο διάολο ήταν αυτό; Εγώ ξέσπασα σε γέλια».

Αποκαλούμενος «Swoonatra», ο Σινάτρα παρασύρθηκε σε έναν κόσμο κινηματογραφικών συμβολαίων, ραδιοφωνικών εκπομπών, συνεχών πάρτι με μια παρέα από κολλητούς και όλες τις γυναίκες που μπορούσε να κουμαντάρει.

Ενώ ο ξετρελαμένος Kaplan φαίνεται να βρίσκει υπερβολικά πολλές δικαιολογίες για τον Σινάτρα (τι έπρεπε να κάνει μια νεαρή, αρρενωπή ιδιοφυΐα;), είναι επίσης αδιαπραγμάτευτα ειλικρινής για την αλαζονική απερισκεψία, τα σκληρά αστεία, την απειλητική αύρα και τις βίαιες τάσεις του υποκειμένου του (μεταξύ των οποίων και ο ξυλοδαρμός του αρθρογράφου Lee Mortimer έξω από το Ciro’s, ενώ φώναζε «Θα σε σκοτώσω!»). Η ιδιοσυγκρασία του οδήγησε τους κολλητούς του να του δώσουν το παρατσούκλι «το τέρας».

Πηγή: EPA/LAS VEGAS NEWS BUREAU HANDOUT FOR EDITORIAL USE ONLY: No Sales – No Archiving Mandatory Credit: LVNB via european pressphoto agency

Αλλά ο Σινάτρα βρήκε το ταίρι του στη σειρήνα της οθόνης Άβα Γκάρντνερ, την οποία ο Kaplan αναφέρει μισογυνικά ως «το πιο επικίνδυνο πλάσμα, μια πανέμορφη μηδενίστρια». Στα τέλη της δεκαετίας του ’40, η καριέρα του Σινάτρα είχε πάρει την κατιούσα.

Είχε ξοδέψει όλα τα χρήματά του, και η φλογερή σχέση του και ο επακόλουθος γάμος του με την Γκάρντνερ θα τον οδηγούσαν σε καβγάδες, ποτά, χάπια και απόπειρες αυτοκτονίας -κάποιες από αυτές έγιναν από απόγνωση, κάποιες άλλες σε μια προσπάθεια να την προσελκύσει με χειριστικό τρόπο πίσω σε αυτόν. Το ειδύλλιο ενθουσίασε το κοινό, αλλά εξάντλησε εντελώς τους φίλους τους.

«Καθόμασταν στο σαλόνι και τους ακούγαμε επάνω στην κρεβατοκάμαρα να τσακώνονται και να διαφωνούν», είπε ένας από τους πληροφοριοδότες του Kaplan.

«Η Άβα ούρλιαζε στον Φρανκ και εκείνος χτυπούσε την πόρτα και έτρεχε προς τα κάτω. Λίγα λεπτά αργότερα μυρίζαμε ένα πολύ γλυκό άρωμα… Η Άβα είχε αποφασίσει ότι δεν ήταν πια θυμωμένη και έτσι ψέκασε το κλιμακοστάσιο με το άρωμά της. Ο Φρανκ το μύριζε και έτρεχε πίσω στην κρεβατοκάμαρα. Μετά θα περνούσαν ώρες μέχρι να κατέβει ξανά».

Τα κορίτσια του μπαμπά

Είναι εκπληκτικό να κατανοήσει κανείς ότι σε όλη αυτή την τρελή περίοδο, ο Σινάτρα είχε μια σύζυγο και τρία παιδιά που τον λαχταρούσαν στο σπίτι.

Πηγή: EPA/LAS VEGAS NEWS BUREAU ARCHIVES MANDATORY CREDIT: LVNB ARCHIVES via european pressphoto agency

Είχε παντρευτεί τη Νάνσι Μπαρμπάτο από το Τζέρσεϊ το 1939, όταν ήταν ακόμα ένας απλός τραγουδιστής. Σε όλες τις βιογραφίες, η Νάνσι αναδεικνύεται ως ένα διαμάντι. Στοργική, αριστοκρατική, μητρική και δεν ανεχόταν πολλά πολλά. (Σύμφωνα με την Τίνα, θα έκανε έκτρωση ενός παιδιού κατά τη διάρκεια μιας ιδιαίτερα βίαιης περιόδου του γάμου τους). Το ζευγάρι απέκτησε τρία παιδιά, τη Νάνσι, τον Φρανκ Τζούνιορ και τη μικρή Τίνα.

Ενώ τόσο τα απομνημονεύματα της Τίνας, το 2000, My Father’s Daughter, όσο και το εορταστικό Frank Sinatra, My Father της νεότερης Νάνσι το 1985 είναι βαθιά προστατευτικά, γεμάτα υπερηφάνεια και καλοσύνη, υπάρχουν πολλές διαφορές μεταξύ των δύο βιβλίων.

Το βιβλίο της Νάνσι -το οποίο κυκλοφόρησε όταν ο Σινάτρα ήταν ακόμα ζωντανός- τον παρουσιάζει σχεδόν λατρευτικά, ως έναν σοφό (αν και συχνά απόντα) και υποστηρικτικό ιταλοαμερικανό αρχηγό της οικογένειας.

Πηγή: EPA/SAM MORRIS / LAS VEGAS NEWS BUREAU HANDOUT FOR EDITORIAL USE ONLY: Mandatory credit: SAM MORRIS/LVNB via european pressphoto agency

Η άποψη της Τίνας είναι διαφορετική και με πιο καθαρή ματιά. Ως το «πιο απαιτητικό παιδί του Σινάτρα», παραδέχεται ότι πληγώθηκε βαθιά από τις συχνές απουσίες του, οι οποίες συνεχίστηκαν μετά το διαζύγιο με τη Νάνσι το 1951. «Ο πατέρας μου ήταν ένας άνθρωπος των αντιφάσεων», γράφει. «Ήθελε να είναι συνεπής, αλλά το πνεύμα του ήταν τσακισμένο».

Σύμφωνα τόσο με τη Νάνσι όσο και με την Τίνα, ο Σινάτρα ήταν ένας άνθρωπος εμπιστοσύνης που τις κακομάθαινε πολύ στις μεγάλες χριστουγεννιάτικες συγκεντρώσεις τους στην έπαυλή του στο Παλμ Σπρινγκς. Τους μαγείρευε επίσης υπέροχα ιταλικά γεύματα και τις κρατούσε αγκαλιά όταν έκλαιγαν.

«Ήταν πολλά που μας έλειπαν, η φυσική παρουσία του πατέρα μας», γράφει η Τίνα. «Ο μπαμπάς ήταν σαν μια φωτιά, το σημείο όπου μαζευόμασταν και νιώθαμε ζεστασιά. Είχε τόσο μεγάλη παρουσία -έβγαζε αυτή την τεράστια ενέργεια, και όλοι νιώθαμε πιο ζωντανοί γύρω του».

Πηγή: EPA

Επέστρεφε συχνά, προσβλέποντας στην αγαπημένη του πρώην σύζυγο Νάνσι για παρηγοριά και υποστήριξη. (Μάλιστα στην δεκαετία του 1970 το ειδύλλιό τους αναζωπυρώθηκε για σύντομο χρονικό διάστημα).

Αν η αγάπη ενός παιδιού είναι το μέτρο ενός άνδρα, τότε ο Σινάτρα πρέπει να είχε κάτι το ιδιαίτερο. «»Ωωωω», είπε κάποτε στην κόρη του Νάνσι καθώς τον αγκάλιαζε. «Θα έφερνα τα πάνω κάτω στον κόσμο μου για σένα».

Η σκοτεινή πλευρά

Αν τα παιδιά του έβλεπαν τη χαδιάρικη πλευρά του Σινάτρα, ο Τζορτζ Τζέικομπς βρισκόταν στη μέση του ασταμάτητου, ring-a-ding ενήλικου κόσμου του. Το βιβλίο του 2009 «Mr. S: My Life with Frank Sinatra» είναι μια κουτσομπολίστικη, σκανδαλώδης, απολαυστικά βρώμικη αφήγηση της ζωής του αφεντικού του από την επιστροφή του Σινάτρα το 1953, όταν κέρδισε το Όσκαρ για το « From Here to Eternity», μέχρι που παράτησε σκληρά τον Τζέικομπς το 1968, επειδή τόλμησε να χορέψει με την τότε σύζυγό του Μία Φάροου σε ένα κλαμπ του Λος Άντζελες.

Πηγή: EPA/LAS VEGAS NEWS BUREAU ARCHIVES MANDATORY CREDIT: LVNB ARCHIVES via european pressphoto agency

Όπως σημειώνει ο Τζέικομπς, ο Σινάτρα έτρεφε δέος για τους σκληρούς άντρες, είτε αυτοί ήταν ηθοποιοί της κινηματογραφικής οθόνης όπως ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ είτε πραγματικοί. Ο Σινάτρα γνώριζε και συναναστρεφόταν με μαφιόζους από τα νεανικά του χρόνια, γεγονός που οδήγησε σε έναν τεράστιο φάκελο του FBI.

Υπήρχαν ιστορίες για μυστηριώδεις ξυλοδαρμούς, απειλές, ακόμη και ένα θανατηφόρο αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Κακά πράγματα έμοιαζαν να συμβαίνουν σε όσους έμπλεκαν με τον Σινάτρα, και οι λιγότερο αρεστοί συνεργάτες του ήταν συχνά ύποπτοι.

Ο τραγουδιστής έτρεφε ιδιαίτερο δέος για το βίαιο αφεντικό της μαφίας του Σικάγο, τον Σαμ Τζιανκάνα. Όταν ο Τζιανκάνα επισκέφθηκε τον Σινάτρα στο σπίτι του στο Παλμ Σπρινγκς, ο Τζέικομπς παρακολουθούσε το αφεντικό του να ακολουθεί ευγενικά τον μαφιόζο γύρω από το γήπεδο του γκολφ, καθώς ο Τζιανκάνα του έδινε διαλέξεις για τις επιχειρήσεις καζίνο.

Πηγή: EPA PHOTO/AFP-FILES

Ο Σινάτρα, υποστηρίζει ο Kaplan, ήταν επίσης ερωτευμένος με την εξουσία στις πιο επίσημες μορφές της. Προοδευτικός φιλελεύθερος που είχε πάρει γενναία θέση κατά του ρατσισμού από την αρχή της καριέρας του, ο Σινάτρα μπήκε στον κόσμο των Κένεντι μέσω της φιλίας του με τον άτυχο Πίτερ Λόφορντ και τη σύζυγό του Πατ Κένεντι.

Δεν τον ενέπνευσε μόνο ο Τζον Κένεντι ως υποψήφιος, αλλά τον κατέπληξε και η κομψότητα της οικογένειας. Εξάλλου, γράφει ο Τζέικομπς, ο Σινάτρα «λαχταρούσε την τάξη όπως ένα πρεζόνι λαχταράει τη βελόνα».

Σύμφωνα τόσο με τον Kaplan όσο και με την Τίνα Σινάτρα, οι δύο κόσμοι του συγκρούστηκαν όταν ο Τζο Κένεντι ο πρεσβύτερος ζήτησε κρυφά βοήθεια για να εξασφαλίσει ψήφους για τον Τζον Κένεντι στις προκριματικές εκλογές της Δυτικής Βιρτζίνια από συνδικάτα που βρίσκονταν υπό την επιρροή της μαφίας.

Ο Σινάτρα ζήτησε τη βοήθεια του Τζιανκάνα, και ιδού, ο Κένεντι κέρδισε. Ο Κένεντι θα κέρδιζε επίσης έναν ύποπτο αριθμό ψήφων στο ελεγχόμενο από τον Τζιανκάνα Σικάγο κατά τη διάρκεια των γενικών εκλογών. Ο Σινάτρα εργάστηκε επίσης ακούραστα για να προσεταιριστεί την υποστήριξη άλλων καλλιτεχνών και βγήκε στην προεκλογική εκστρατεία.

Οι Κένεντι θα χρησιμοποιούσαν (και στη συνέχεια θα απομάκρυναν προσεκτικά) τον Σινάτρα και με άλλους τρόπους με την πάροδο του χρόνου. Σε μια επίσκεψη στο κτήμα του Σινάτρα στο Παλμ Σπρινγκ, ο Τζον Κένεντι ρώτησε τον Τζέικομπς τι ήθελε ως μαύρος στην Αμερική. Ο Τζέικομπς γύρισε το τραπέζι, ρωτώντας: «Τι θέλεις, Τζακ;».

«Θέλω να γαμήσω κάθε γυναίκα στο Χόλιγουντ», φέρεται να απάντησε ο μελλοντικός πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών.

Η Σύνοδος Κορυφής

Μέχρι το 1960, ο Φρανκ Σινάτρα ήταν πραγματικά ο «Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου» και στην κορυφή της αμερικανικής ποπ κουλτούρας.

Πηγή: EPA

Στο Λας Βέγκας ξεκίνησε η παραγωγή της ταινίας Ocean’s Eleven, παραγωγής Σινάτρα, με πρωταγωνιστές τον Σινάτρα, τον αφοσιωμένο μαθητευόμενό του Σάμι Ντέιβις Τζούνιορ, τον Ντιν Μάρτιν, τον Πίτερ Λόφορντ και τον Τζόι Μπίσοπ. Οι πέντε άνδρες αυτοαποκαλούνταν «η σύνοδος κορυφής». Μόνο αργότερα θα απαθανατίζονταν ως «the rat pack», μια ονομασία που ο Σινάτρα μισούσε.

Τη νύχτα, εμφανίζονταν στη σκηνή του Sands Casino, τραγουδώντας, πίνοντας, κάνοντας ατμόλουτρα μετά το σόου, περιτριγυρισμένοι από showgirls και εργαζόμενους στο σεξ. Την ημέρα, γύριζαν μια ταινία στο πόδι, όπως αρμόζει στη φήμη του Σινάτρα ως «one take Charlie».

Όπως σημειώνει ο Kaplan, ο Σινάτρα ήταν ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης τους. Ένα πρωινό, ο συμπρωταγωνιστής Νόρμαν Φελ φέρεται να κοίταξε από το παράθυρο του δωματίου του στο ξενοδοχείο του καζίνο και να είδε τον Μάρτιν, τον Λόφορντ και τον Ντέιβις να περνούν τρέχοντας από την πισίνα. «Ο Φελ έβγαλε το κεφάλι του έξω και φώναξε: Ει, πού πάτε παιδιά;». γράφει ο Kaplan. «Και ο Σάμι είπε, Ο Φρανκ ξύπνησε!»

Αλλά στα χρόνια που εμφανίστηκαν μαζί (πλην των Λόφορντ και Τζόι Μπίσοπ, οι οποίοι τελικά εκδιώχθηκαν και οι δύο από τον Σινάτρα για υποτιθέμενες πράξεις προδοσίας), ακόμη και το συχνά εριστικό Rat Pack δεν μπόρεσε να συμβαδίσει με την ακόρεστη ανάγκη του Σινάτρα να διασκεδάζει, να είναι ξύπνιος, να διεγείρεται. Μια μέρα, όταν ο Σινάτρα παραπονέθηκε ότι βαριόταν σε μια 40λεπτη βόλτα με ελικόπτερο, ο Μάρτιν αποφάσισε να κάνει την επόμενη βόλτα πιο ενδιαφέρουσα αγοράζοντας δύο όπλα.

«Όταν επιβιβαστήκαμε στο ελικόπτερο… του έδωσα το ένα, ένα γεμάτο 22άρι», θυμάται ο Ντιν στο Frank Sinatra, My Father. «Και ο χρόνος απλά περνούσε, πυροβολούσε τα πάντα, σκόνη, αρκεί να είχε κάτι να κάνει».

Η αρχή του τέλους

Αφού ο ατυχής γάμος του Σινάτρα με την πολύ νεότερη Μία Φάροου κατέληξε σε διαζύγιο το 1968, οι εποχές άλλαζαν και ο Σινάτρα δεν ήταν σε καλό δρόμο. Το 1971, ανακοίνωσε ότι αποσύρεται. Σε μια τελευταία παράσταση γεμάτη αστέρια σε μια φιλανθρωπική εκδήλωση για το Motion Picture Relief Fund, μια δακρυσμένη Ρόζαλιντ Ράσελ παρουσίασε τον φίλο της για τελευταία φορά, όπως φάνηκε.

Πηγή: EPA/AFP PHOTO

Αλλά ο Σινάτρα σύντομα επέστρεψε στη σκηνή, μη μπορώντας να μείνει μακριά από την τέχνη του και το πλήθος. Σε αυτό το σημείο ο Kaplan φαίνεται να χάνει το ενδιαφέρον του για τον Sinatra, ο οποίος γινόταν όλο και πιο συντηρητικός, κάνοντας παρέα με τους Ρήγκαν (τους οποίους κάποτε είχε περιφρονήσει).

Το 1976 παντρεύτηκε την επιχειρηματία πρώην showgirl Μπάρμπαρα Μαρξ, την οποία ο Kaplan, η Τίνα και η Νάνσι φαίνεται να αντιπαθούν. Το ίδιο και η μητέρα του Σινάτρα. «Δεν θέλω καμία πόρνη να έρθει σε αυτή την οικογένεια!» αναφώνησε κάποια στιγμή, σύμφωνα με την Τίνα.

Αλλά η Ντόλι σύντομα έφυγε από το κάδρο. Σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα το 1977, καταρρακώνοντας τον μοναχογιό της. Αν και ο Kaplan την κατηγόρησε ότι απομόνωνε και χειραγωγούσε έναν συχνά μελαγχολικό, μπερδεμένο Σινάτρα, τα απομνημονεύματα της Μαρξ, Lady Blue Eyes, δίνουν την εικόνα μιας μάλλον συμπαθητικής, υλιστικής, με καθαρό μάτι επιζήσασας της σόουμπιζ που ήξερε ακριβώς τι εγκατέλειπε -και τι έπαιρνε- όταν παντρευόταν τον Σινάτρα.

«Πιθανότατα χρειάστηκε άλλος ένας χρόνος μέχρι να συνηθίσω στην ιδέα ότι πλέον κουβαλούσα το εμβληματικό του όνομα», γράφει η Μαρξ. «Στην αρχή, σχεδόν ψιθύριζα όταν έκλεινα μια κράτηση σε εστιατόριο ή ένα ραντεβού σε ινστιτούτο αισθητικής. Ακόμα και το να πω δυνατά ‘κυρία Σινάτρα’ μου φαινόταν σαν να καυχιόμουν».

Υπήρχαν ακόμη καλά πράγματα μπροστά για τον Σινάτρα: εγκάρδια φιλανθρωπία, ευτυχισμένες στιγμές ως παππούς. Υπήρχαν όμως και μάχες μέσα στην οικογένεια για τα χρήματα, ατελείωτες αμήχανες περιοδείες όπου η σπουδαία φωνή του Σινάτρα τον εγκατέλειπε και ώρες που περνούσε με ένα μπουκάλι Jack Daniels (σύμφωνα με την Μπάρμπαρα έπινε σπάνια νερό γιατί «τα ψάρια το γαμάνε»).

Όταν ένας ασθενής Σινάτρα πέθανε τελικά το 1998, η Τίνα έφτασε να το δει ως ένα τρυφερό έλεος. «Ποτέ δεν μπορούσε να ηρεμήσει, ποτέ δεν μπορούσε να σταματήσει να τρέχει, μέχρι να σταματήσει», γράφει. «Ο πατέρας μου δεν πέθανε. Δραπέτευσε».

Με πληροφορίες από Vanity Fair