Ο Κουίνσι Τζόουνς, ο τιτάνας της αμερικανικής ψυχαγωγίας που συνεργάστηκε με αστέρες από τον Φρανκ Σινάτρα μέχρι τον Μάικλ Τζάκσον και τον Γουίλ Σμιθ, πέθανε σε ηλικία 91 ετών το βράδυ της Κυριακής (3/11) στο σπίτι του στην περιοχή Μπελ Ερ του Λος Άντζελες, έχοντας στο πλάι του την οικογένειά του.

«Απόψε, με γεμάτες αλλά ραγισμένες καρδιές, πρέπει να μοιραστούμε την είδηση του θανάτου του πατέρα και αδελφού μας Κουίνσι Τζόουνς», ανέφερε η οικογένεια σε ανακοίνωσή της. «Και παρόλο που αυτή είναι μια απίστευτη απώλεια για την οικογένειά μας, γιορτάζουμε τη σπουδαία ζωή που έζησε και ξέρουμε ότι δεν θα υπάρξει ποτέ άλλος σαν κι αυτόν».

Ο Τζόουνς ήταν αναμφισβήτητα η πιο ποπ πολιτιστική προσωπικότητα του 20ού αιώνα, ίσως πιο γνωστός για την παραγωγή των άλμπουμ Off the Wall, Thriller και Bad για τον Μάικλ Τζάκσον τη δεκαετία του 1980, που έκαναν τον τραγουδιστή τον μεγαλύτερο ποπ σταρ όλων των εποχών. Ο Τζόουνς έκανε, επίσης, παραγωγή μουσικής για τον Σινάτρα, την Αρίθα Φράνκλιν, τη Ντόνα Σάμερ και πολλούς ακόμα σημαντικούς καλλιτέχνες.

Υπήρξε επιτυχημένος συνθέτης δεκάδων κινηματογραφικών ταινιών και είχε πολλές επιτυχίες στα charts με το όνομά του. Ο Τζόουνς ήταν αρχηγός συγκροτήματος στην big band jazz, ενορχηστρωτής για αστέρες της jazz, όπως ο Count Basie, και έπαιζε πολλά όργανα όπως τρομπέτα και πιάνο.

Η εταιρεία παραγωγής τηλεόρασης και ταινιών του, που ιδρύθηκε το 1990, σημείωσε μεγάλη επιτυχία με την κωμική σειρά The Fresh Prince of Bel-Air και συνέχισε να καινοτομεί μέχρι τα 80 του χρόνια, εγκαινιάζοντας το Qwest TV το 2017, μια υπηρεσία μουσικής τηλεόρασης κατά παραγγελία.

Ο Τζόουνς είναι τρίτος μετά την Μπιγιονσέ και τον Τζέι-Ζ όσον αφορά τις περισσότερες υποψηφιότητες για βραβεία Grammy όλων των εποχών – 80 έναντι 88 που έχει ο καθένας τους – και είναι ο τρίτος νικητής των βραβείων με τις περισσότερες υποψηφιότητες (28 βραβεία).

Απόγονος σκλάβων

Ο Τζόουνς γεννήθηκε στο Σικάγο το 1933. Ο πατέρας του είχε γεννηθεί από έναν Ουαλό ιδιοκτήτη σκλάβων και μια από τις σκλάβες του, ενώ και η οικογένεια της μητέρας του καταγόταν από ιδιοκτήτες σκλάβων.

Η γνωριμία του με τη μουσική ήρθε μέσα από τους τοίχους του παιδικού του σπιτιού από το πιάνο που έπαιζε ένας γείτονας, το οποίο άρχισε να μαθαίνει σε ηλικία επτά ετών και μέσω του τραγουδιού της μητέρας του.

Οι γονείς του χώρισαν και ο ίδιος μετακόμισε με τον πατέρα του στην πολιτεία της Ουάσινγκτον, όπου ο Τζόουνς έμαθε ντραμς και πλήθος πνευστών οργάνων στην μπάντα του λυκείου του.

Στα 14 του, άρχισε να παίζει σε μια μπάντα με τον 16χρονο Ray Charles σε κλαμπ του Σιάτλ, συνοδεύοντας την Billie Holiday.

Σπούδασε μουσική στο Πανεπιστήμιο του Σιάτλ και στη συνέχεια μετακόμισε στη Νέα Υόρκη αφού επαναπροσλήφθηκε από τον αρχηγό της τζαζ μπάντας Lionel Hampton, με τον οποίο είχε περιοδεύσει ως μαθητής λυκείου (μια μπάντα για την οποία ο Malcolm X ήταν έμπορος ηρωίνης όταν έπαιζαν στο Ντιτρόιτ).

Στη Νέα Υόρκη, έπαιξε τρομπέτα στην μπάντα του Elvis Presley για τις πρώτες τηλεοπτικές εμφανίσεις του και γνώρισε αστέρια του κινήματος bebop, όπως τον Charlie Parker και τον Miles Davis. (Χρόνια αργότερα, το 1991, ο Τζόουνς διηύθυνε την τελευταία παράσταση του Davis, δύο μήνες πριν πεθάνει).

Ο Τζόουνς περιόδευσε στην Ευρώπη με τον Χάμπτον και πέρασε πολύ χρόνο εκεί τη δεκαετία του 1950. Συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι, όπου γνώρισε προσωπικότητες όπως ο Πάμπλο Πικάσο, ο Τζέιμς Μπάλντουιν και η Τζόζεφιν Μπέικερ.

Σε ηλικία 23 ετών, περιόδευσε επίσης στη Νότια Αμερική και τη Μέση Ανατολή ως μουσικός διευθυντής και ενορχηστρωτής του Dizzy Gillespie. Συγκέντρωσε μια ομάδα για τη δική του big band, που περιόδευσε στην Ευρώπη για να δοκιμάσει το Free and Easy, ένα μιούζικαλ τζαζ, αλλά τα πράγματα δεν πήγαν όπως περίμενε και, κατά δική του ομολογία, έφτασε κοντά στην αυτοκτονία έχοντας χρέη 100.000 δολαρίων.

Εξασφάλισε μια θέση στη Mercury Records και σιγά-σιγά ξεπλήρωσε το χρέος του με πολλή δουλειά ως παραγωγός και ενορχηστρωτής για καλλιτέχνες όπως η Ella Fitzgerald, η Dinah Washington, η Peggy Lee, η Sarah Vaughan και ο Sammy Davis Jr.

Επίσης, άρχισε να γράφει μουσική για ταινίες, με τις επιτυχίες του να περιλαμβάνουν τις ταινίες The Italian Job, In the Heat of the Night, The Getaway και The Color Purple (ήταν παραγωγός της τελευταίας από αυτές, η οποία ήταν υποψήφια για 11 Όσκαρ, τρία για τον ίδιο τον Jones).

Το 1968 έγινε ο πρώτος Αφροαμερικανός που προτάθηκε για το καλύτερο πρωτότυπο τραγούδι στα Όσκαρ, για το The Eyes of Love από την ταινία Banning (μαζί με τον τραγουδοποιό Μπομπ Ράσελ)- συνολικά είχε επτά υποψηφιότητες. Για την τηλεόραση, έγραψε μουσική σε προγράμματα όπως το The Bill Cosby Show, το Ironside και το Roots.

Η συνεργασία του με τον Σινάτρα ξεκίνησε το 1958, όταν η Γκρέις Κέλι, πριγκίπισσα του Μονακό, τον προσέλαβε για να διευθύνει και να ενορχηστρώσει για τον Σινάτρα και το συγκρότημά του για μια φιλανθρωπική εκδήλωση. Ο Τζόουνς και ο Σινάτρα συνέχισαν να συνεργάζονται σε έργα μέχρι το τελευταίο άλμπουμ του Σινάτρα, LA Is My Lady, το 1984. Η σόλο μουσική καριέρα του απογειώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1950, ηχογραφώντας άλμπουμ με το όνομά του ως bandleader για σύνολα τζαζ που περιλάμβαναν φωστήρες όπως ο Charles Mingus, ο Art Pepper και ο Freddie Hubbard.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 παρήγαγε τέσσερις επιτυχίες με εκατομμύρια πωλήσεις για τη νεοϋορκέζα τραγουδίστρια Lesley Gore, συμπεριλαμβανομένου του αμερικανικού Νο1 It’s My Party, και αργότερα αγκάλιασε τη funk και τη disco, κάνοντας επιτυχίες όπως το Give Me the Night του George Benson και το Baby Come to Me των Patti Austin και James Ingram, μαζί με δίσκους του συγκροτήματος Rufus και Chaka Khan και των Brothers Johnson.

Ο Jones κυκλοφόρησε επίσης το δικό του funk υλικό, σημειώνοντας άλμπουμ στο Top 10 των ΗΠΑ με τα Body Heat (1974) και The Dude (1981).

Η μεγαλύτερη επιτυχία του ήταν η συνεργασία του με τον Μάικλ Τζάκσον: το Thriller παραμένει το άλμπουμ με τις μεγαλύτερες πωλήσεις όλων των εποχών, ενώ η ευελιξία του Τζόουνς μεταξύ των Off the Wall και Bad επέτρεψε στον Τζάκσον να μεταμορφωθεί από την ανάλαφρη ντίσκο στο υπερσυνθετικό funk-rock.

Αυτός και ο Τζάκσον (μαζί με τον Λάιονελ Ρίτσι και τον παραγωγό Μάικλ Ομάρτιαν) ανέλαβαν επίσης την καθοδήγηση του We Are the World, ενός επιτυχημένου φιλανθρωπικού single που συγκέντρωσε χρήματα για την ανακούφιση από τον λιμό στην Αιθιοπία το 1985. «Έχασα σήμερα τον μικρό μου αδελφό και μέρος της ψυχής μου έφυγε μαζί του», δήλωσε ο Τζόουνς όταν πέθανε ο Τζάκσον το 2009. Το 2017, η νομική ομάδα του Τζόουνς υποστήριξε με επιτυχία ότι του οφείλονται 9,4 εκατ. δολάρια από μη καταβληθέντα δικαιώματα του Τζάκσον, αν και έχασε στην έφεση το 2020 και έπρεπε να επιστρέψει 6,8 εκατ. δολάρια.

Μετά την επιτυχία της ταινίας The Color Purple το 1985, ίδρυσε την εταιρεία παραγωγής ταινιών και τηλεόρασης Quincy Jones Entertainment το 1990. Η μεγαλύτερη επιτυχία του στην οθόνη ήταν η κωμική σειρά The Fresh Prince of Bel-Air, η οποία διήρκεσε 148 επεισόδια και εγκαινίασε την καριέρα του Will Smith- άλλες σειρές ήταν η κωμική σειρά In the House του LL Cool J και η μακροχρόνια κωμική σειρά σκετς MadTV.

Δημιούργησε επίσης την εταιρεία μέσων ενημέρωσης Qwest Broadcasting και το 1993 το μαύρο μουσικό περιοδικό Vibe σε συνεργασία με την Time Inc.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του υποστήριξε πολυάριθμες φιλανθρωπικές οργανώσεις και σκοπούς, όπως η , National Association for the Advancement of Colored People, το Jazz Foundation of America και άλλες, και καθοδηγούσε νέους μουσικούς, όπως τον Βρετανό πολυβραβευμένο με Grammy Jacob Collier.

Ξεγέλασε τον θάνατο

Ο Τζόουνς παραλίγο να πεθάνει δύο φορές: λίγο έλειψε να δολοφονηθεί από την αίρεση του Τσαρλς Μάνσον το 1969, καθώς είχε προγραμματίσει να πάει στο σπίτι της Σάρον Τέιτ τη νύχτα των δολοφονιών, αλλά ο Τζόουνς ξέχασε το ραντεβού. Επέζησε επίσης από ένα εγκεφαλικό ανεύρυσμα το 1974, το οποίο τον εμπόδισε να ξαναπαίξει τρομπέτα.

Ο Τζόουνς παντρεύτηκε τρεις φορές, πρώτα με τη φίλη του από το γυμνάσιο Τζέρι Κάλντγουελ, για εννέα χρόνια μέχρι το 1966, όπου έγινε πατέρας της κόρης του Τζολί.

Το 1967 παντρεύτηκε την Ulla Andersson και απέκτησε έναν γιο και μια κόρη, αλλά χώρισε το 1974 για να παντρευτεί την ηθοποιό Peggy Lipton, γνωστή από τους ρόλους της στις ταινίες The Mod Squad και Twin Peaks. Απέκτησαν δύο κόρες, συμπεριλαμβανομένης της ηθοποιού Rashida Jones, πριν χωρίσουν το 1989.

Απέκτησε άλλα δύο παιδιά: Την Rachel, με την χορεύτρια Carol Reynolds, και την Kenya, την κόρη του με την ηθοποιό Nastassja Kinski.

Δεν ξαναπαντρεύτηκε ποτέ, αλλά συνέχισε να βγαίνει με νεότερες γυναίκες, όπως την 19χρονη Αιγύπτια σχεδιάστρια Heba Elawadi όταν ήταν 73 ετών. Έχει επίσης ισχυριστεί ότι έχει βγει ραντεβού με την Ιβάνκα Τραμπ και τη Ζουλιέτ Γκρέκο.