Σε έναν κόσμο αυξανόμενου μισογυνισμού, συγκρούσεων και περιβαλλοντικής κατάρρευσης, πού εξακολουθούν οι γυναίκες να ενώνονται, παρά τις αντιξοότητες, με την ελπίδα να δημιουργήσουν έναν καλύτερο κόσμο; Πώς το επιδιώκουν; Και τι πιθανότητες επιτυχίας έχουν;

Η απάντηση σε όλα τα παραπάνω ερωτήματα βρίσκεται σε μια πολύπαθη περιοχή του κόσμου, την ρημαγμένη από τον πολυετή εμφύλιο πόλεμο Συρία. Εκεί, στη Ροζάβα, ένα μέρος όπου δεν είναι πάντα εύκολο να ξεχωρίσεις πού τελειώνει η ρητορική και πού αρχίζει η πραγματικότητα, οι γυναίκες είναι ίσως οι πιο αποφασισμένες φεμινίστριες που θα συναντήσεις ποτέ, σε όσα μέρη του κόσμου κι αν ταξιδέψεις.

Το σύνθημα «γυναίκα, ζωή, ελευθερία», που έγινε παγκοσμίως γνωστό στις κινητοποιήσεις στο Ιράν για την Μαχσά Αμινί, επινοήθηκε εδώ στη Ροζάβα, αλλά οι δράσεις αυτών των γυναικών ξεπερνούν κατά πολύ ένα σύνθημα.

«Το ότι είμαι γυναίκα δεν σημαίνει ότι είμαι εδώ μόνο για να μεγαλώνω παιδιά. Το να είμαι γυναίκα σημαίνει ότι είμαι εδώ για να γράψω ιστορία. Οι γυναίκες μπορούν να μιλήσουν. Μπορούμε να τραγουδήσουμε. Κανείς δεν θα μας φιμώσει», λέει η τραγουδίστρια Μιζγκίν Ταχίρ παίρνοντας τον λόγο σε ένα συνέδριο στη Χασάκα, μια πόλη στη βορειοανατολική Συρία.

Οι παρευρισκόμενες στο συνέδριο (ντυμένες με ποικίλα στυλ – άλλες με επιδαπέδια κουρδικά φορέματα με αστραφτερά κεντήματα, άλλες με μαντίλες και απλά πανωφόρια, άλλες αθλητικά με καλύμματα κεφαλής των Γιαζίντι με κρεμαστές χάντρες) την χειροκροτούν με ενθουσιασμό και στη συνέχεια η αίθουσα δονείται από το σύνθημα «jin jiyan azadi» («γυναίκα, ζωή, ελευθερία») που φωνάζουν οι γυναίκες με το δεξί τους χέρι υψωμένο σε σήμα ειρήνης.

Η συγγραφέας Natasha Walter περιγράφει στον Guardian το ταξίδι της στη βορειοανατολική Συρία και τις συναντήσεις της με αυτές τις αποφασισμένες, παθιασμένες γυναίκες, λίγες μέρες μετά την πτώση του βάναυσου καθεστώτος Άσαντ, την οποία πανηγύρισαν με ενθουσιασμό οι Σύροι.

Γιόρτασαν και στη Ροζάβα, χαρούμενοι που είδαν το τέλος μιας κυβέρνησης που είχε προκαλέσει τόσα δεινά. Και εκεί, αγάλματα γκρεμίστηκαν και οι άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους, ενώ άλλοι προσεύχονταν για την επιστροφή αγαπημένων τους προσώπων που είχαν εξαφανιστεί σε κελιά φυλακών.

Αλλά η κατάσταση στη Ροζάβα δεν είναι η ίδια με την υπόλοιπη χώρα. Για αρχή, το καθεστώς είχε ήδη υποχωρήσει εκεί. Πίσω στο 2012, όταν οι εξεγέρσεις συντρίβονταν βάναυσα αλλού στη Συρία, μια εξέγερση υπό την ηγεσία Κούρδων κατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος αυτής της περιοχής. Κατάφεραν να δημιουργήσουν τη δική τους διοίκηση, γνωστή πλέον ως Δημοκρατική Αυτόνομη Διοίκηση της Βόρειας και Ανατολικής Συρίας, ή Daanes.

Αυτή η διοίκηση αντιμετωπίζει συνεχείς προκλήσεις. Το Ισλαμικό Κράτος προκάλεσε χάος σε ολόκληρη την περιοχή από το 2014 έως το 2019 και χιλιάδες κρατούμενοι των τζιχαντιστών, συμπεριλαμβανομένης της Σαμίμα Μπέγκουμ από το Ηνωμένο Βασίλειο, εξακολουθούν να κρατούνται σε πολυσύχναστα στρατόπεδα κρατουμένων στην περιοχή.

Η τουρκική κυβέρνηση – η οποία κατηγορεί τη διοίκηση ότι είναι σύμμαχος του PKK, της μαχητικής κουρδικής ομάδας που δρα στην ανατολική Τουρκία – δεν σταμάτησε ποτέ να της επιτίθεται, κατέχει πλέον περιοχές της βόρειας Συρίας και έχει πρόσφατα εντείνει τις αεροπορικές επιδρομές και τις επιθέσεις μέσω τοπικών πολιτοφυλάκων.

Παρόλο που οι ΗΠΑ υποστήριξαν τον αγώνα της κυβέρνησης κατά του Ισλαμικού Κράτους, κανείς στη διεθνή κοινότητα δεν αναγνωρίζει την Daanes ως κυβέρνηση. Αλλά συνεχίζει να υπάρχει για περισσότερα από 10 χρόνια, και όχι μόνο συνεχίζει να υπάρχει. Οι γενναίοι πειραματισμοί της με τον διαμοιρασμό της εξουσίας και την άμεση δημοκρατία την έχουν καταστήσει πηγή έντονης έμπνευσης για πολλούς σοσιαλιστές και φεμινιστές.

«Πρόκειται για μια επανάσταση των γυναικών», λέει η πρώτη ομιλήτρια του συνεδρίου, η Ριχάν Λόκο. Εκπροσωπεί το Kongra Star, το δίκτυο γυναικών της Ροζάβα. Στέκεται χαμογελαστή και γεμάτη αυτοπεποίθηση μέσα σε ένα κυματιστό πράσινο και χρυσό φόρεμα, με τα σκούρα μαλλιά της χαλαρά. «Πρόκειται για έναν ιστορικό αγώνα ενάντια σε κάθε βία, ενάντια σε κάθε καταπίεση», λέει.

Μια από τις γυναίκες σε θέση εξουσίας είναι και η Λέιλα Σαροξάν, συμπρόεδρος της τοπικής επιτροπής γεωργίας και οικονομίας της διοίκησης. Και μόνο ο επαγγελματικός της τίτλος δηλώνει ξεκάθαρα πως οι διοικητικές δομές της διοίκησης βασίζονται στην αυστηρά ισότιμη κατανομή της εξουσίας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Έχουν δημιουργηθεί πολύπλοκα δίκτυα επιτροπών και συμβουλίων που λειτουργούν από το επίπεδο της γειτονιάς έως την περιφέρεια, και κάθε ένα από αυτά έχει έναν άνδρα και μια γυναίκα συμπρόεδρο. Με άλλα λόγια, η διοίκηση διεκδικεί να είναι η πιο ισότιμη πολιτική δομή στον κόσμο.

Παρόλο που δείχνει συντηρητική, φορώντας μπεζ μαντήλα, μαύρο φόρεμα και γυαλιστερά παπούτσια από λουστρίνι, η Σαροξάν είναι ξεκάθαρα καθοδηγούμενη από τις προοδευτικές ιδέες που στροβιλίζονται στη Ροζάβα. «Τα περισσότερα κράτη στον κόσμο είναι χτισμένα πάνω σε καπιταλιστικές αρχές. Η αρχή από την οποία εργαζόμαστε εδώ είναι αυτή της κοινωνικής οικονομίας. Ρωτάμε, πώς εξυπηρετείτε τις κοινωνικές ανάγκες, όχι απλώς πώς βγάζετε χρήματα;» λέει με νόημα.

Καθώς οι γυναίκες συζητούν αν αυτό είναι εφικτό, ένας νεαρός μπαινοβγαίνει και τις σερβίρει τσάι και καφέ. Ο διερμηνέας σχολιάζει ελαφρά τη καρδία τους έμφυλους ρόλους, και η Σαροξάν γελάει. Συμφωνεί ότι είναι σημαντικό όχι μόνο οι γυναίκες να αναλαμβάνουν ρόλους που έρχονται σε αντίθεση με το παραδοσιακό ρεύμα, αλλά και οι άνδρες να κάνουν το ίδιο. Παραδέχεται ότι συχνά την έχουν σχολιάσει οι άνδρες γύρω της, αλλά ότι έχει κάνει τη δουλειά της και έχει σταθεί στο ύψος της.

Η ανυποχώρητη προσήλωσή της στα δικαιώματα των γυναικών σημαίνει ότι αντιμετωπίζει τους νέους κυβερνήτες στη Δαμασκό με μεγάλη καχυποψία. Δεν είναι μόνη της σε αυτό. Όσο κι αν καλωσόρισαν την πτώση του Άσαντ, οι γυναίκες εδώ αισθάνονται τώρα ότι στέκονται στην άκρη ενός γκρεμού. Δεν έχουν ιδέα αν οι νέοι κυβερνήτες στη Δαμασκό θα σεβαστούν τις προόδους που έκαναν και τι θα κάνει η διεθνής κοινότητα για να τις υπονομεύσει ή να τις υποστηρίξει.

Η ομάδα που ανέτρεψε το καθεστώς Άσαντ, η Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Ισλάμ, ηγείται από τον Ahmed al-Sharaa, ο οποίος στο παρελθόν ήταν μέλος της αλ Κάιντα στο Ιράκ. Περιοχές της Συρίας που προηγουμένως ελέγχονταν από τη Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Ισλάμ ανέφεραν διαχωρισμό των φύλων και καταχρήσεις κατά των γυναικών και των μειονοτήτων, αλλά τώρα ο Sharaa και οι συνεργάτες του παρουσιάζουν ένα πολύ πιο μετριοπαθές πρόσωπο.

Έχει πειστεί η Σαροξάν από αυτό το μετριοπαθές πρόσωπο; Όχι. «Πρέπει να είμαστε ρεαλιστές σχετικά με το ποια είναι αυτή η νέα κυβέρνηση. Ο στρατός που νίκησε το καθεστώς, όλα τα ηγετικά του μέλη ήταν προηγούμενοι γκάνγκστερ και ισλαμιστές». Άλλες γυναίκες μιλούν με τρόμο για το βίντεο που κυκλοφόρησε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με τον νέο υπουργό Δικαιοσύνης να επιβλέπει την εκτέλεση δύο γυναικών το 2015. Και μιλούν με τρόμο για τη στενή σχέση μεταξύ των νέων ηγετών της Συρίας και της τουρκικής κυβέρνησης.

Η Σαροξάν μιλά για τα δικά της συναισθήματα σχετικά με τη θρησκευτική ελευθερία και είναι προσγειωμένη. «Εγώ φοράω μαντίλα, η φίλη μου εδώ δεν φοράει», λέει, δείχνοντας μια συνάδελφο που δεν έχει καλύψει το κεφάλι της, «αλλά δουλεύουμε και οι δύο μαζί». Πράγματι, αν περιηγηθείς στις πόλεις Χασάκα και Καμισλί, δύο από τις κύριες πόλεις της περιοχής, θα δεις ότι οι περισσότερες γυναίκες είναι με ακάλυπτο κεφάλι. Στα καταστήματα, τις καφετέριες και το πανεπιστήμιο, οι γυναίκες περπατούν με φίλες ή μόνες τους, μάλιστα καπνίζουν σίσα σε καφετέριες ή χορεύουν στο δρόμο σε μια διαδήλωση.

Δυναμικές 20χρονες βγαίνουν στο δρόμο στο Καμισλί και διαδηλώνουν για μία γυναικοκτονία, στέλνοντας μήνυμα στις γυναίκες της Δύσης ότι «δεν πρόκειται να πάμε προς τα πίσω». «Έχουμε αναπτύξει τόσα πολλά. Συμμετείχαμε στον πόλεμο, κάνουμε όλων των ειδών τις δουλειές. Η νέα κυβέρνηση πρέπει να μας ακούσει», λένε χαρακτηριστικά.

«Δεν θα κάνουμε πίσω, δεν θα χάσουμε τα δικαιώματά μας, θα οικοδομήσουμε μια Συρία βασισμένη στα δικαιώματα των γυναικών, έχουμε ανάψει μια νέα φλόγα», είπε η Σαχραζάντ αλ-Τζασέμ από τη Ζενόμπιγια σε μια συγκέντρωση γυναικών αραβικής καταγωγής της βόρειας και ανατολικής Συρίας.

Αυτή η αίσθηση αυτοπεποίθησης δεν ήρθε από το πουθενά. Οι γυναίκες έχτισαν συνειδητά την επανάστασή τους από το μηδέν. Η αρχή έγινε από το mala jin, ή αλλιώς το «σπίτι των γυναικών» στο Καμισλί. Αυτά τα σπίτια των γυναικών ήταν χώροι που δημιουργήθηκαν από γυναίκες για να προσφέρουν υποστήριξη και προστασία σε όσες αντιμετώπιζαν οικογενειακή βία και αστικές διαφορές.

Η υπεύθυνη, Μπαχίγια Μουράντ, είναι μια γυναίκα γύρω στα εξήντα με ένα μονιμο χαμόγελο. «Τα πρώτα mala jin δημιουργήθηκαν το 2011», λέει, «όταν το καθεστώς κυβερνούσε ακόμη εδώ στο Καμισλί. Μια μέρα το καθεστώς ήρθε στο κέντρο και είπε, πρέπει να το κλείσετε. Εμείς τους πετάξαμε έξω».

Στην αρχή, όταν δημιουργήθηκαν τα σπίτια των γυναικών, λίγες γυναίκες πήγαιναν σε αυτά. «Εκείνη την εποχή», λέει η Μουράντ, «δεν ξέραμε τη δύναμή μας. Οι γυναίκες φοβόντουσαν ότι θα αντιμετώπιζαν επιπτώσεις αν προσπαθούσαν να μιλήσουν. Ίσως θα έχαναν τα παιδιά τους ή θα τιμωρούνταν».

Τα τελευταία 13 χρόνια, η Μουράντ πιστεύει ότι το έχουν ανατρέψει αυτό. Η ίδια και οι συναδέλφισσές της πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι όλα αυτά τα χρόνια, ενισχύοντας την κατανόηση των γυναικών για τα δικαιώματά τους.

Μιλάει με χιούμορ για μια παρέμβαση που έκαναν τις πρώτες μέρες. Είχαν ακούσει για μια νεαρή γυναίκα που κρατούνταν φυλακισμένη στο σπίτι του αδελφού της. Εκείνη και μια άλλη μεγαλύτερη γυναίκα χτύπησαν την πόρτα του σπιτιού και είπαν ότι έψαχναν ένα μέρος για να προσευχηθούν.

Μόλις μπήκαν μέσα, ρώτησαν για τη νεαρή γυναίκα και έπεισαν τον αδελφό της να τους αφήσει να τη βοηθήσουν. Της βρήκαν δουλειά. «Αλλάξαμε τη ζωή της, αλλά και τη ζωή της οικογένειάς της. Μας άφησαν να μπούμε γιατί σκέφτηκαν: τι κακό μπορούν να κάνουν αυτές οι ηλικιωμένες γυναίκες; Αλλά υπάρχει δύναμη στις γυναίκες. Είμαι γριά, αλλά είμαι δυνατή».

Πριν από 10 χρόνια βοηθούσαν μία ή δύο γυναίκες το μήνα, ενώ τώρα έχουν φτάσει τις 100. Για παράδειγμα, υπάρχουν πλέον νόμοι κατά των γάμων ανηλίκων, και αν ακούσουν για ένα κορίτσι που πρόκειται να παντρευτεί, πηγαίνουν να πείσουν την οικογένεια να το ξανασκεφτεί. Δουλεύουν επίσης με οικογένειες όπου αγόρια και κορίτσια έχουν ερωτευτεί και θέλουν να παντρευτούν παρά την επιθυμία των γονέων τους. «Και συχνά καταλήγουμε να χορεύουμε στους γάμους τους».

Ο πολιτικός μετασχηματισμός εδώ έγινε με αιχμή του δόρατος τις γυναίκες από το Κουρδιστάν, η απελευθέρωση των οποίων συνδέεται με την ανάκτηση της κουρδικής τους ταυτότητας.

Η Αναχίτα Σίνο είναι συμπρόεδρος της ένωσης διανοουμένων και λέει πως η κουρδική κουλτούρα καταπιεζόταν τόσο πολύ υπό το καθεστώς Άσαντ που εκείνη και άλλοι Κούρδοι συγγραφείς συνήθιζαν να γράφουν τα ποιήματα και τις ιστορίες τους με το χέρι και να κρύβουν τα χαρτιά στα ρούχα τους, πηγαίνοντας από σπίτι σε σπίτι για να διανείμουν το έργο τους. «Όταν είχαμε αναγνώσεις, τοποθετούσαμε αγόρια στη στέγη και στη γωνία για να προσέχουν την αστυνομία, για να μας προειδοποιούν».

Η Σίνο και οι συνάδελφοί της έχουν πλέον δημιουργήσει μια βιβλιοθήκη σε έναν κήπο όπου μπορούν να συγκεντρώνονται συγγραφείς και αναγνώστες. Αυτόν ο «κήπο της ανάγνωσης» είναι μια όαση. Το Καμισλί είναι μια θορυβώδης και μολυσμένη πόλη, αλλά εκεί υπάρχουν παρτέρια με τριανταφυλλιές πλαισιωμένα με λευκά βότσαλα, και οι ευκάλυπτοι προστατεύουν από τον δρόμο.

Στο κέντρο βρίσκονται η βιβλιοθήκη και το αναγνωστήριο, καθώς και ένα σιντριβάνι – στεγνό τώρα, λόγω έλλειψης νερού – σε σχήμα δέντρου και βιβλίου. Η φροντίδα που έχει δοθεί σε αυτόν τον κήπο είναι αισθητή.

«Οι συγγραφείς δεν μπορούν να δουλέψουν χωρίς ελευθερία», λέει η Σίνο. «Ακόμη και στη Δύση, οι συγγραφείς δεν είναι πάντα ελεύθεροι να λένε ό,τι θέλουν. Πρέπει να αγωνιζόμαστε για την ελευθερία μας παντού».

Αλλά η μεταμόρφωση δεν περιλαμβάνει μόνο τις γυναίκες του Κουρδιστάν. Η Συρία είναι μια απίστευτα ποικιλόμορφη κοινωνία, στην οποία οι αρμενικές, συριακές, τουρκμενικές και άλλες εθνοτικές και θρησκευτικές μειονότητες ζουν πλάι-πλάι με την αραβική πλειοψηφία.

Η Ζορζέτ Μπαρσούμ είναι Σύρια χριστιανή και υπενθυμίζει ότι και οι άλλες μειονότητες καταπιέζονταν από το καθεστώς Άσαντ. «Μέχρι το τέλος, το καθεστώς προσπαθούσε να μας απειλήσει. Δεν μπορώ να περιγράψω το συναίσθημά μου όταν έπεσε το καθεστώς. Η ευτυχία ήταν απερίγραπτη: Ήμουν σαν πουλί που απελευθερώθηκε από το κλουβί».

Η Μπαρσούμ θέλει επίσης να υπενθυμίσει ότι οι Σύριες και άλλες γυναίκες συμμετέχουν και υποστηρίζουν την Daanes από την αρχή. Αλλά εξακολουθεί να είναι αλήθεια ότι για πολλούς επικριτές, η ρηχή υποστήριξη της διοίκησης από τους Άραβες στη βορειοανατολική Συρία είναι ένα βασικό σημάδι των περιορισμών της.

Υπάρχουν και άλλα ζητήματα που απασχολούν τους επικριτές, επίσης. Ο στενός δεσμός μεταξύ του κυρίαρχου κόμματος της διοίκησης, του PYD, και του μαχητικού PKK, το οποίο έχει χαρακτηριστεί ως τρομοκρατική οργάνωση από πολλές χώρες, αποτελεί εμπόδιο στη διεθνή αποδοχή της. Η δέσμευση του PYD για την ελευθερία του λόγου και την πολιτική διαφωνία στην πράξη αμφισβητείται συχνά, ενώ έχουν διατυπωθεί κατηγορίες για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένης της κακής μεταχείρισης κρατουμένων του Ισλαμικού Κράτους, κατά της διοίκησης.

Άλλοι επικριτές είναι απλώς δύσπιστοι για το αν η διοίκηση έχει προχωρήσει τόσο μακριά όσο υποδηλώνει η ρητορική της και λένε ότι η απελευθερωμένη πρωτοπορία των γυναικών δεν έχει ακόμη καταφέρει να κάνει τις εκτεταμένες πολιτισμικές αλλαγές που απαιτούνται.

«Αυτή η επανάσταση των γυναικών λειτουργεί για ορισμένες γυναίκες», λέει μια συγγραφέας. «Αλλά όχι για τις περισσότερες». Η Αλίγια (δεν είναι το πραγματικό της όνομα) εργάζεται στα μέσα ενημέρωσης, όπου, όπως λέει, ο δικός της χειραφετημένος τρόπος ζωής την έχει οδηγήσει σε σύγκρουση με άλλους άνδρες και την ίδια της την οικογένεια. «Οι άντρες λένε ότι το δέχονται, αλλά μετά καταλήγουν να παντρεύονται μια νεαρή γυναίκα με παραδοσιακές αξίες. Δεν μπορείς να αλλάξεις την κοινωνία τόσο γρήγορα όσο θα ήθελαν».

Σε αυτή τη μεταβατική περίοδο, είναι σαφές ότι τα πάντα – κάθε πρόοδος, κάθε αποτυχία – αμφισβητούνται. Παρόλα αυτά, προκαλεί εντύπωση ότι κανείς δεν λέει ότι θέλει η αυτόνομη διοίκηση να είναι ξεχωριστή από τη νέα συριακή κυβέρνηση. Όλοι λένε ότι θέλουν να είναι μέρος μιας Συρίας όπου όλες οι γυναίκες και οι μειονότητες θα μπορούν να απολαμβάνουν τα δικαιώματά τους.

Πολλές γυναίκες μιλούν για το πώς ο δημοκρατικός φεντεραλισμός της διοίκησης και ο ισότιμος καταμερισμός της εξουσίας μεταξύ των δύο φύλων θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως πρότυπο για ολόκληρη τη Συρία. Αλλά καμία δεν είναι βέβαιη ότι αυτό μπορεί να συμβεί, και ορισμένες είναι σαφώς έτοιμες για μάχη. Όπως είπε η Λόκο στο συνέδριο: «Έχουμε εξαγοράσει τις προόδους μας με εκατοντάδες μάρτυρες και θα πολεμήσουμε για να τις υπερασπιστούμε».

Αυτή η πολεμική συζήτηση δεν είναι απλώς ρητορική. Πολλοί από εμάς στη Δύση έχουμε δει εικόνες των γυναικών στρατιωτών από το Κουρδιστάν, με τα πλεγμένα σκούρα μαλλιά τους και τα Καλάσνικοφ, οι οποίες συνέβαλαν καθοριστικά στην καταστροφή του Ισλαμικού Κράτους. Το 2014, αυτές οι γυναικείες μονάδες, οι YPJ, τα έβαλαν με την πιο μισογυνική δύναμη στον κόσμο και πιστώθηκαν την ανατροπή της ροής της μάχης στην πόλη Κομπανί. Οι YPJ αποτελούν τώρα μέρος των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων, του στρατού της αυτόνομης διοίκησης, ο οποίος βρίσκεται τώρα σε δύσκολες διαπραγματεύσεις για το αν και πώς μπορεί να γίνει μέρος ενός νέου εθνικού συριακού στρατού υπό την ηγεσία της Δαμασκού.

Αυτό που δεν γνωρίζουμε στη Δύση είναι το πόσο ενθουσιωδώς εξυμνούνται αυτές οι μαχήτριες. Η τραγουδίστρια Ταχίρ, για παράδειγμα, λέει με χαρακτηριστικό πάθος: «Γιατί κανείς δεν μπορεί να με φιμώσει; Επειδή η YPJ με στηρίζει». Όπου κι αν πάω, στους τοίχους υπάρχουν πορτραίτα πεσόντων γυναικών στρατιωτών. Ξανά και ξανά σε αυτό το συνέδριο, το άσμα «jin jiyan azadi» μεταμορφώνεται στο πιο επιθετικό «şehîd namirin» («οι μάρτυρες δεν πεθαίνουν ποτέ»).

Η Ρουσέν Μοχάμεντ, μία από τις εκπροσώπους της YPJ, είναι μια νεαρή γυναίκα με στοχαστικό ύφος. Λέει ότι είδε τις εισβολές του Ισλαμικού Κράτους στη Ροζάβα ως μια σκόπιμη προσπάθεια να καταστραφεί η πρόοδος των γυναικών: «Ήταν επειδή οι γυναίκες έπαιζαν αυτόν τον πρωτοποριακό ρόλο στην κοινωνία εδώ που τους έστειλαν να μας επιτεθούν».

Οι γυναίκες της πολιτικής άμυνας είναι πάρα πολύ περήφανες για αυτό που έκαναν. «Νικήσαμε το Ισλαμικό Κράτος όχι μόνο για εμάς, αλλά για την ανθρωπότητα και τον κόσμο. Αγωνιζόμαστε για ένα ελεύθερο αύριο για όλους».

Όταν τους λες ότι αναγνωρίζεις το θάρρος τους, αλλά δεν συμφωνείς με αυτόν τον εορτασμό του μιλιταρισμού, σού απαντούν με ενθουσιασμό και δε διστάζουν να κάνουν αναφορές στο φεμινιστικό κίνημα στη Δύση. «Στη Βρετανία, όταν χρειάστηκε, οι σουφραζέτες στράφηκαν στη μαχητικότητα», είπε μία χαρακτηριστικά.

Μια άλλη από τη μονάδα πολιτικής άμυνας λέει ότι βλέπουν αυτό που κάνουν ως αυτοάμυνα. «Αν οι γυναίκες δεν μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, γνωρίζουμε τους κινδύνους. Τι τους συμβαίνει; Κοιτάξτε τις γυναίκες του Αφγανιστάν, του Ιράν. Δεν παίρνουμε τα όπλα από αγάπη για τα όπλα, αλλά επειδή πρέπει να το κάνουμε».

Πολύ συχνά, στις συζητήσεις στη Δύση για το πώς θα μοιάζει η νέα Συρία, αυτός ο παθιασμένος φεμινισμός παραβλέπεται εντελώς. Ίσως είναι πολύ κουρδικός. Ίσως είναι πολύ στρατιωτικοποιημένος. Ίσως είναι πολύ σοσιαλιστικός. Ίσως είναι απλά πολύ απίθανος. Ίσως αυτό που θέλουν οι δυτικοί θεατές όταν σκέφτονται τον φεμινισμό στη Μέση Ανατολή είναι κάτι πιο ευγενικό, λιγότερο αποφασιστικό, λιγότερο θυμωμένο;

Αλλά στη βορειοανατολική Συρία, είτε βρεθείς σε ένα πανεπιστήμιο ή ένα συμβούλιο δικαιοσύνης, μια ακαδημία οικολογίας ή μια διαδήλωση, θα νιώσεις το βάθος της δέσμευσης που δείχνουν οι γυναίκες σε αυτό που έχουν δημιουργήσει εκεί. Όπως είπε κάποτε η Αμερικανίδα φεμινίστρια Ρόμπιν Μόργκαν: «Μπορείς να προσποιηθείς έναν οργασμό, αλλά δεν μπορείς να προσποιηθείς ένα κίνημα».

Είτε οι γυναίκες της βορειοανατολικής Συρίας μιλούν για θεές της Μεσοποταμίας είτε για τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, είτε για το μίσος τους για την τουρκική κατοχή είτε για την αγάπη τους για την ελευθερία, η ακατάλυτη επιθυμία τους να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους ακούγεται δυνατά και καθαρά.

Στο χωριό Τζινουάρ έχει δημιουργηθεί ως ένα είδος καταφυγίου, όπου ζουν μόνο γυναίκες. Τώρα φιλοξενεί περίπου 20 νοικοκυριά με γυναίκες και παιδιά. Ανάμεσά τους μια γυναίκα Γιαζίντι που επέζησε από τη γενοκτονία και ζει εδώ με το παιδί της, καθώς και άλλες γυναίκες που χρειάζονται την αλληλεγγύη αυτού του μοναδικού τόπου.

Τα μικρά σπίτια έχουν το καθένα έναν κήπο, και οι γυναίκες εργάζονται στους δικούς τους χώρους, καλλιεργώντας βότανα και λαχανικά, και συμβάλλουν επίσης στις επιχειρήσεις του χωριού, όπως το ψήσιμο ψωμιού και την παραδοσιακή βοτανοθεραπεία.

Οι γυναίκες της περιοχής μιλούν για την έμπνευση που αντλούν από την ιδέα ότι πριν από την πατριαρχία σε αυτή την περιοχή υπήρχαν αρχαίες ισότιμες κοινωνίες στις οποίες οι γυναίκες μοιράζονταν την εξουσία με τους άνδρες. Εδώ, προσπάθησαν να ενσωματώσουν αυτές τις παραδόσεις σε μια νέα μορφή.

Σε αυτό το χωριό γυναίκες διαφορετικών θρησκειών και εμπειριών μπορούν να μοιραστούν τη φροντίδα των παιδιών τους, της γης και του εαυτού τους.